1509/2010 ΣΤΕ
Εκδοση αλλοδαπού σε άλλο κράτος. Οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης με τις οποίες διατάσσεται η έκδοση αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ. Διαδικασία έκδοσης. Ζητήματα επί των οποίων γνωμοδοτούν τα όργανα της δικαστικής εξουσίας. Αν αυτά γνωμοδοτήσουν υπέρ της έκδοσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, έχει διακριτική ευχέρεια, είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε να απορρίψει τη σχετική αίτηση. Συνθήκη εκδόσεως εγκληματιών μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των ΗΠΑ. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε την έκδοση του αιτούντος στις αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα αδικήματα ως προς τα οποία είχαν προηγηθεί γνωμοδοτήσεις των δικαστικών συμβουλίων υπέρ της έκδοσής του. Απαράδεκτοι οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων η έρευνα των οποίων έχει ανατεθεί στα δικαστικά όργανα, τα οποία γνωμοδότησαν αμετάκλητα υπέρ της έκδοσης του αιτούντος για να δικασθεί για τα περισσότερα αδικήματα για τα εζητείτο η έκδοσή του. Η έκδοση γίνεται προς τις αρχές ενός κράτους, ήτοι του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ και όχι προς συγκεκριμένες πολιτείες. Η έκδοση του αιτούντος διατάσσεται υπό όρους και δεν πιθανολογείται κίνδυνος δίωξής του για πράξεις πέραν αυτών για τις οποίες εκδίδεται. Οι ΗΠΑ τηρούν την αρχή της αμοιβαιότητας στην εφαρμογή της Σύμβασης. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία. Δεν απαιτείτο κλήση του αιτούντος ενώπιον του Υπουργού Δικαιοσύνης προς παροχή εξηγήσεων, εφόσον αυτός παρέστη ενώπιον των γνωμοδοτούντων δικαστικών οργάνων και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.
Αριθμός 1509/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2010, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 2 Ιουλίου 2009 αίτηση:
του ….. …… του ……., προσωρινώς κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ι. Φλεβάρη (Α.Μ. 262/Δ.Σ. Ρόδου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 29095 ΦΕΑ 1209/15.6.2009 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπο παραβόλου 1074998/2009).
2. Επειδή, ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση της πράξης 29095 ΦΕΑ 1209/15.6.2009 του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία αποφασίσθηκε η έκδοση του αιτούντος προς τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
3. Επειδή, οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης με τις οποίες διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού αποτελούν εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής, υπό την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περίπτωση α’ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, Α’ 8, υποκείμενες στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2190/2001, 2681/2005, 1654/2008).
4. Επειδή, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας [ν. 1493/1950, Α΄ 182 – ήδη π.δ. 258/1986, Α΄ 121] ορίζει, στο Πρώτο Κεφάλαιο (τιτλοφορούμενο «Έκδοση») του Τρίτου Τμήματος του Κώδικα («Δικαστική Συνδρομή»), τα ακόλουθα: «Άρθρο 436. 1. Αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. 2. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Άρθρο 438.- Η έκδοση απαγορεύεται: α) … β) αν η δίωξη και τιμωρία του εγκλήματος που τέλεσε στο εξωτερικό ανήκει σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους στα ελληνικά δικαστήρια γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου, ή διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση. Άρθρο 440.- Η έκδοση γίνεται μόνο με τον όρο ότι εκείνος που εκδίδεται δεν θα καταδιωχθεί ή καταδικαστεί στο κράτος στο οποίο εκδίδεται ούτε θα παραδοθεί σε τρίτο κράτος για άλλες πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έκδοση, εκτός από εκείνη για την οποία εκδίδεται. Για τέτοιες πράξεις μπορεί να διωχθεί, να τιμωρηθεί ή να παραδοθεί σε τρίτο κράτος μόνο: α) αν συναινέσει μεταγενέστερα το ελληνικό κράτος, το οποίο μπορεί να αξιώσει η συναίνεση αυτή να ζητηθεί σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται για την αίτηση έκδοσης από τον κώδικα μαζί με τα έγγραφα που τη στηρίζουν κατά τα άρθρα 443 και 444 ή β) … Άρθρο 450.- 1. Το συμβούλιο εφετών … γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης και αποφαίνεται: α) για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνον για τον οποίον ζητείται η έκδοση, β) για την ύπαρξη των δικαιολογητικών εγγράφων που απαιτούνται από τον Κώδικα ή από τη συνθήκη για την έκδοση, γ) για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και το έγκλημα που αποδίδεται σ’ αυτόν ή (προκειμένου για αίτηση έκδοσης ύστερα από καταδικαστική απόφαση) το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, δ) για το αν συντρέχουν οι όροι του άρ. 438 στοιχ. δ΄. 2. Το συμβούλιο εφετών εξετάζει ακόμη, αν δεν κωλύεται από τη συνθήκη, αν υπάρχουν ενδείξεις για τη βασιμότητα της κατηγορίας που αποδίδεται σ’ εκείνον που έχει συλληφθεί, με βάση τα προσαγόμενα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία από το κράτος που ζητεί την έκδοση, και αποφαίνεται αν αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του σε δίκη στην Ελλάδα, αν το έγκλημα είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος. … Άρθρο 451. 1. Κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται σ’ αυτόν για τον οποίο ζητείται η έκδοση και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση στο β` τμήμα του Αρείου Πάγου μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης. … Άρθρο 452.- 1. Την έκδοση μπορεί να την διατάξει ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του μόνο όταν το συμβούλιο γνωμοδοτήσει καταφατικά και αμετάκλητα. 2. Αν το συμβούλιο αποφασίσει αμετάκλητα ότι δεν πρέπει να γίνει έκδοση, αυτός που έχει συλληφθεί απολύεται από τη φυλακή με διαταγή του εισαγγελέα εφετών».
5. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι η διαδικασία της έκδοσης περιλαμβάνει δύο φάσεις: κατά την πρώτη φάση, ανατίθεται σε όργανα της δικαστικής εξουσίας, με προφανή σκοπό την εξασφάλιση μειζόνων εγγυήσεων, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων, θετικών και αρνητικών, υπό τις οποίες επιτρέπουν την έκδοση οι διατάξεις του Κώδικα ή της τυχόν υφιστάμενης σχετικής σύμβασης. Και εάν μεν τα όργανα αυτά γνωμοδοτήσουν αμετάκλητα κατά της έκδοσης, η διαδικασία τερματίζεται με την υποχρεωτική απόλυση του εκζητουμένου από τη φυλακή, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 452 παράγραφος 2 του Κ.Ποιν.Δ. αποκλείει παντελώς την έκδοσή του. Εάν, αντιθέτως, τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως υπέρ της έκδοσης, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται απαγόρευση, επιβαλλόμενη από τις διατάξεις είτε του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είτε της τυχόν υφισταμένης οικείας σύμβασης και ότι συντρέχουν όλες οι τασσόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις, ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στον οποίο παρέχεται επί του ζητήματος ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, μπορεί είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε, αντίθετα, να απορρίψει τη σχετική αίτηση των αλλοδαπών αρχών. Περαιτέρω, επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης περί έκδοσης αλλοδαπού, απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι αναγόμενοι σε ζητήματα, επί των οποίων έκριναν τα δικαστικά συμβούλια, κατόπιν γνωμοδότησης των οποίων εκδόθηκε η υπουργική αυτή απόφαση, και, γενικότερα, λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα η κρίση των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμον στα εν λόγω δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος έχει, άλλωστε, κατά τα άρθρα 448 παρ. 1 και 451 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε συναφή με τα ζητήματα αυτά ισχυρισμό. Και τούτο διότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η εξέταση των ως άνω λόγων ακυρώσεως θα οδηγούσε σε έμμεσο έλεγχο, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, της νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου, με τις οποίες διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις οικείες διατάξεις και η έλλειψη των αντιστοίχων κωλυμάτων έκδοσης (ΣτΕ 2190/2001, 1654/2008).
6. Επειδή, εξάλλου, η συνομολογηθείσα στις 6.5.1931 και κυρωθείσα με το ν. 5554/1932 (Α΄ 218) «Συνθήκη εκδόσεως εγκληματιών μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής» ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «συμφωνείται όπως η Ελληνική Κυβέρνησις και η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών παραδίδωσιν … παν πρόσωπον κατηγορούμενον … επί τινι των εν τω άρθρω 2 της παρούσης Συνθήκης ειδικώς οριζομένων εγκλημάτων, τελεσθέντι εντός των ορίων της δικαστηριακής αρμοδιότητος ενός των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών και καταφυγόν ή ανακαλυφθέν επί του εδάφους του ετέρου. Η έκδοσις εν τούτοις δεν δύναται να πραγματοποιηθή παρ’ εφόσον κατά τους νόμους της χώρας εις ην ανεκαλύφθη ο διωκόμενος υφίστανται αρκεταί αποδείξεις ενοχής δικαιολογούσαι την σύλληψιν και την εις δίκην παραπομπήν αυτού εις την περίπτωσιν καθ’ ην το έγκλημα ή πλημμέλημα διεπράττετο εντός των ορίων της χώρας ταύτης» [Με το κυρωθέν με τον α.ν. 1115/1938 (Α΄ 84) «Ερμηνευτικό Πρωτόκολλο της μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Συνθήκης εκδόσεως εγκληματιών της 6ης Μαΐου 1931», συμφωνήθηκε ότι η αληθής έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης του άρθρου 1 της Συνθήκης είναι ότι «δικαστήριον ή δικαστικός υπάλληλος εξετάζων αίτησιν εκδόσεως, θα κρίνη μόνον περί του ζητήματος της επαρκείας των αποδείξεων κατηγορίας … ή, εν άλλαις λέξεσι, κατά πόσον αι υποβληθείσαι αποδείξεις παρέχουσιν πιθανότητας ενοχής του κατηγορουμένου. Εννοείται περαιτέρω ότι αι διατάξεις της προμνησθείσης Συνθήκης δεν έχουσι την έννοιαν ότι Δικαστήριον ή δικαστικός υπάλληλος δύναται να λύση το ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητος του κατηγορουμένου»]. Η Συνθήκη περιλαμβάνει, στο άρθρο 2, κατάλογο «εγκλημάτων ή πλημμελημάτων» για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση προσώπων τα οποία διώκονται ή έχουν καταδικασθεί για τα εγκλήματα αυτά. Περαιτέρω, το άρθρο 4 της Συνθήκης ορίζει ότι «ουδείς δύναται να δικασθή δι’ έγκλημα ή πλημμέλημα διαπραχθέν προ της εκδόσεως άλλο από εκείνο το οποίο εδικαιολόγησε την έκδοσίν του, εκτός εάν ήτο ελεύθερος επί ένα μήνα να καταλίπη την χώραν, μετά την εκδίκασιν ή, εν περιπτώσει καταδίκης, μετά την έκτισιν της ποινής ή την παροχήν χάριτος», ενώ το άρθρο 5 της Συνθήκης προβλέπει ότι «εγκληματίας φυγάς δεν δύναται να εκδοθή … εάν λόγω παραγραφής ή δι’ οιανδήποτε άλλην νόμιμον αιτίαν, κατά τους νόμους είτε του εις έκδοσιν καλουμένου είτε του εκζητούντος κράτους, διαφεύγη την δίωξιν είτε την ποινήν την οποίαν επισύρει το έγκλημα δια το οποίον ζητείται η έκδοσις». Εξάλλου, το άρθρο 7 της Συνθήκης ορίζει ότι «εάν ο φυγάς … εκζητείται επίσης υφ’ ενός ή πλειόνων άλλων κρατών …, θα παραδοθή ούτος εις το κράτος εκείνο του οποίου έφθασεν πρώτη η αίτησις …». Τέλος, το άρθρο 11 της Συνθήκης ορίζει τα εξής: «… Αι αιτήσεις εκδόσεως … θα γίνωνται υπό των οικείων διπλωματικών πρακτόρων … Εάν ο φυγάς είναι απλώς κατηγορούμενος επί τινι εγκλήματι δέον να προσαχθή δεόντως κεκυρωμένον αντίγραφον του εντάλματος συλλήψεως του εκδοθέντος εν ω τόπω το έγκλημα έλαβε χώρα, ως επίσης και των καταθέσεων επί τη βάσει των οποίων εξεδόθη το ένταλμα συλλήψεως ομού μετά πάσης άλλης μαρτυρίας ή αποδείξεως κρινομένης χρησίμου εις την περίπτωσιν».
7. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, ουκρανικής ιθαγένειας, διώκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής βάσει δύο ενταλμάτων σύλληψης, από 10.8.2007 και 28.5.2008, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κομητείας της Νέας Υόρκης, για κατηγορίες που αφορούν τη διάπραξη διαφόρων διαδικτυακών εγκλημάτων, με τη χρήση του κωδικού ονόματος «……….». Ειδικότερα, τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο αιτών αφορούν τη συμμετοχή, κατά το διάστημα από το έτος 2001 έως τον Αύγουστο του 2007, σε διεθνή διαδικτυακή εγκληματική επιχείρηση υποκλοπών αριθμών πιστωτικών καρτών και άλλων προσωπικών στοιχείων αναγνώρισης μέσω διαδικτύου και σε διενέργεια απάτης και παρανόμων εμπορικών συναλλαγών με τους αριθμούς των πιστωτικών καρτών και των απορρήτων στοιχείων των κατόχων τους, οι οποίοι και χρεώνονταν το τίμημα των συναλλαγών. Ο αιτών συνελήφθη στις 10.5.2008 στη Ρόδο, κατόπιν αγγελίας Διεθνών Αναζητήσεων της Ιnterpol ΗΠΑ και, με την από 1.7.2008 ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, διαβιβάσθηκε η πρώτη αίτηση έκδοσης του αιτούντος στις αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου αυτός να δικασθεί για τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα δύο εντάλματα σύλληψης του Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με την απόφαση 67/2008, γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του αιτούντος για το σύνολο των ως άνω αδικημάτων. Ο αιτών άσκησε κατά της απόφασης αυτής έφεση, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή, με την απόφαση 2097/2008 του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Με την απόφαση αυτή, εξαφανίσθηκε η απόφαση 67/2008 του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, κατά το μέρος που αφορούσε τη γνωμοδότηση υπέρ της έκδοσης για ορισμένα εγκλήματα, τα οποία, όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος, δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των αναφερομένων στον κατάλογο του άρθρου 2 της κυρωθείσης με το ν. 5554/32 Συνθήκης μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ με την αυτή απόφαση, ο Άρειος Πάγος γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του αιτούντος στις ΗΠΑ, για να δικασθεί μόνον για τις αναφερόμενες στο σκεπτικό και διατακτικό πράξεις, για τις οποίες έκρινε ότι περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 2 της Συνθήκης και ότι υφίστανται «επαρκείς αποδείξεις παραπομπής του εκζητουμένου σε δίκη». Στη συνέχεια, με την από 4.9.2008 ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, διαβιβάσθηκε η δεύτερη αίτηση έκδοσης του αιτούντος στις αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου αυτός να δικασθεί για αδικήματα που περιλαμβάνονται στο από 30.7.2008 ένταλμα σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου ΗΠΑ της Νότιας Περιφέρειας της Φλόριντα, σύμφωνα με το οποίο ο αιτών κατηγορείται για εγκληματική δραστηριότητα της αυτής φύσης που φέρεται ότι διέπραξε κατά το διάστημα από 1.9.2007 έως περίπου 10.5.2008 σε κομητείες της Νότιας Περιφέρειας της Φλόριντα. Επί της δεύτερης αυτής αίτησης γνωμοδότησε θετικώς το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου (απόφαση 89/2008), ενώ η ασκηθείσα έφεση απερρίφθη ως αβάσιμη με την απόφαση 243/2009 του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Τέλος, με την παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, ο Υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε την έκδοση του αιτούντος στις αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα αδικήματα ως προς τα οποία είχαν προηγηθεί γνωμοδοτήσεις των δικαστικών συμβουλίων υπέρ της έκδοσής του, «υπό τον όρο ότι ο ανωτέρω δεν πρόκειται να διωχθεί, δικασθεί ή κρατηθεί στο κράτος στο οποίο εκδίδεται, σε εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας, ούτε να υποβληθεί σε οποιοδήποτε περιορισμό της ατομικής του ελευθερίας, ούτε να παραδοθεί σε τρίτο κράτος, για άλλες πράξεις που τυχόν διαπράχθηκαν πριν από την έκδοσή του, εκτός από εκείνες για τις οποίες ζητήθηκε και διατάσσεται με την απόφασή μας αυτή η έκδοση».
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάχθηκε η έκδοση του αιτούντος στις ΗΠΑ, είναι μη νόμιμη διότι: α. δεν περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τα αποδιδόμενα στον αιτούντα με τις δύο αιτήσεις έκδοσης εγκλήματα, η χρήση του κωδικού «……..» δεν είναι αρκετή για κριθεί ότι ο αιτών ταυτίζεται προς το πρόσωπο που διέπραξε τα επίμαχα αδικήματα, δεν ανευρέθησαν ηλεκτρονικά ίχνη που να τον ταυτοποιούν με το χρήστη του κωδικού «……..», ούτε μεταφέρθηκαν χρήματα σε λογαριασμό του, β. δεν ήταν δυνατόν ο αιτών, σε ηλικία 15 ετών, να κατείχε τέτοιες γνώσεις hacking ώστε να διαπράξει τέτοιας φύσης εγκλήματα, γ. δεν υφίστανται επαρκείς αποδείξεις ενοχής του, ούτε οι δύο αιτήσεις των ΗΠΑ για την έκδοσή του συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία και καταθέσεις, όπως απαιτεί το άρθρο 11 της κυρωθείσης με το ν. 5554/1932 (Α΄ 218) «Συνθήκης εκδόσεως εγκληματιών μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής», ενώ δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία οι ένορκες βεβαιώσεις των διωκτικών ή ανακριτικών υπαλλήλων, που συμμετείχαν στην ποινική δίωξη, δ. ορισμένα (ρητώς κατονομαζόμενα) εγκλήματα για τα οποία εκδίδεται ο αιτών, βάσει της πρώτης και της δεύτερης αίτησης έκδοσης, δεν περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 2 της Συνθήκης, όπως κρίθηκε εν μέρει και με την απόφαση 2097/2008 του Αρείου Πάγου, ε. ορισμένα (ρητώς κατονομαζόμενα) εγκλήματα δεν τιμωρούνται κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, επομένως, δεν συντρέχει η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου που θεσπίζουν τόσο το άρθρο 1 της Συνθήκης, όσο και το άρθρο 437 του Κ.Ποιν.Δ., στ. δεν αναφέρεται ο χρόνος τέλεσης των αποδιδομένων με τις δύο αιτήσεις έκδοσης αδικημάτων, ώστε να υπολογισθεί η ενδεχόμενη παραγραφή των αδικημάτων, ούτε προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών, γεννηθείς το 1986, ήταν ανήλικος το 2001, κατά τρόπον ώστε να συντρέχει το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, που προβλέπει ο ποινικός νόμος της Ν. Υόρκης και να «αίρεται το διττό αξιόποινο», ζ. στο ένταλμα σύλληψης του Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης αναφέρονται 30 κατηγορίες που αφορούν την «εγκληματική κατοχή κλεμμένης περιουσίας σε 4ο βαθμό», ενώ, στην αγγελία διεθνών αναζητήσεων της ΙNTERPOL και στο διεθνές ένταλμα σύλληψης, ο αιτών κατηγορείται μόνον για 26 περιπτώσεις τέλεσης του ως άνω εγκλήματος, με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση ως προς τις αποδιδόμενες κατηγορίες μεταξύ διεθνούς εντάλματος σύλληψης/αγγελίας διεθνών αναζητήσεων της ΙNTERPOL και του εντάλματος σύλληψης των δικαστικών αρχών των ΗΠΑ, η. το δεύτερο ένταλμα που περιλαμβάνεται στην πρώτη αίτηση έκδοσης είναι μη νόμιμο, αφού με αυτό προστέθηκαν και άλλες κατηγορίες, μετά τη σύλληψη του αιτούντος στην Ελλάδα, ομοίως δε μη νόμιμη είναι και η δεύτερη αίτηση έκδοσης, βάσει του εντάλματος σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ν. Περιφέρειας της Φλόριντα, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη ή άλλη διάταξη η υποβολή δευτέρου αιτήματος έκδοσης από την ίδια χώρα και θ. τα αιτήματα έκδοσης των ΗΠΑ υποκρύπτουν προσπάθεια εξαναγκασμού του πατέρα του αιτούντος να συνεχίσει τη συνεργασία του με τη NASA. Οι λόγοι, όμως, αυτοί πρέπει, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην πέμπτη σκέψη, να απορριφθούν στο σύνολό τους ως απαράδεκτοι, διότι άπτονται ζητημάτων η έρευνα των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμον σε δικαστικά όργανα (βλ. άρθρο 450 παρ. 1 περ. β, γ και δ του Κ.Ποιν.Δ. και 450 παρ. 2 εδ. α΄ του αυτού Κώδικα σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συνθήκης Eλλάδας – ΗΠΑ και το ερμηνευτικό της πρωτόκολλο), τα οποία και απεφάνθησαν με ρητές σκέψεις επί σχετικών ισχυρισμών του αιτούντος και γνωμοδότησαν αμετάκλητα, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης Ελλάδας – ΗΠΑ και του Κ.Ποιν.Δ., υπέρ της έκδοσης του αιτούντος για να δικασθεί για τα περισσότερα αδικήματα για τα εζητείτο η έκδοσή του. Εξάλλου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν αποφάσισε την έκδοση του αιτούντος για να δικασθεί για τα αδικήματα της «διαφθοράς επιχειρήσεως», της «συνωμοσίας σε πέμπτο βαθμό» και του «ξεπλύματος χρήματος σε δεύτερο βαθμό» (κατά παράβαση δύο διατάξεων του Ποινικού Νόμου της Ν. Υόρκης), για τα οποία ο Άρειος Πάγος γνωμοδότησε ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση του αιτούντος, διότι δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 2 της Συνθήκης Ελλάδας – ΗΠΑ (βλ. σελ. 9 – 10 της απόφασης 2097/2008 του Α.Π.).
9. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι θα έπρεπε να γίνει εφαρμογή του άρθρου 7 της Συνθήκης και να εκδοθεί ο αιτών μόνον στις δικαστικές αρχές της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και όχι (και) σε αυτές της Φλόριντα. Και τούτο διότι, κατά τον αιτούντα, οι αρχές της Ν. Υόρκης υπέβαλαν τη χρονικώς προτέρα αίτηση έκδοσης, είναι ανεξάρτητες αυτών της Φλόριντα και διέπονται από διαφορετικό νομικό καθεστώς. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, διότι, πάντως, η έκδοση γίνεται προς τις αρχές ενός κράτους, ήτοι του ομοσπονδιακού κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών, και δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της Συνθήκης Ελλάδας – ΗΠΑ, που προϋποθέτει αιτήσεις έκδοσης εκ μέρους δύο κρατών.
10. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση των άρθρων 4 της Συνθήκης και 440 του Κ.Ποιν.Δ., ο αιτών κινδυνεύει να διωχθεί στις ΗΠΑ για άλλα αδικήματα, πέραν αυτών για τα οποία εκδίδεται και δη για τις κατηγορίες για τις οποίες απερρίφθη (από τα γνωμοδοτούντα όργανα και τελικώς από τον Υπουργό Δικαιοσύνης) το αίτημα των ΗΠΑ για την έκδοση του αιτούντος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι τόσον στις γνωμοδοτήσεις των δικαστικών οργάνων, όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση, ρητώς αναφέρεται, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 της Συνθήκης και 440 του Κ.Ποιν.Δ., ότι η έκδοση γίνεται υπό τον όρο ότι ο αιτών δεν πρόκειται να διωχθεί, δικασθεί ή κρατηθεί στις ΗΠΑ, ούτε να υποβληθεί σε οποιοδήποτε περιορισμό της ατομικής του ελευθερίας, ούτε να παραδοθεί σε τρίτο κράτος, για άλλες πράξεις που τυχόν διαπράχθηκαν πριν από την έκδοσή του, εκτός από εκείνες για τις οποίες διατάσσεται η έκδοση, ενώ, άλλωστε, δεν προσκομίζονται στοιχεία από τα οποία να πιθανολογείται τέτοιος κίνδυνος δίωξης του αιτούντος στις ΗΠΑ για πράξεις πέραν αυτών για τις οποίες εκδίδεται.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι οι ΗΠΑ δεν τηρούν συστηματικά την αρχή της αμοιβαιότητας στην εφαρμογή της Σύμβασης μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα να δύναται ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να μην εκδώσει τον αιτούντα στις ΗΠΑ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως βεβαιώνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι ΗΠΑ έχουν, πάντως, εκδώσει προς την Ελλάδα την τελευταία διετία δύο πρόσωπα, έναν Έλληνα και μία Κυπρία (έγγραφο 13557/8.3.2010 προς το ΣτΕ).
12. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει ειδική αιτιολογία, ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν προέβη σε πλήρη επανέλεγχο των δικαιολογητικών έκδοσης, της βασιμότητας της αίτησης και της επάρκειας των αποδείξεων ενοχής του αιτούντος, ούτε ήλεγξε εάν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. και της Σύμβασης Ελλάδας – ΗΠΑ και ότι δεν αρκεί η απλή παραπομπή στις γνωμοδοτήσεις των δικαστικών συμβουλίων. Προβάλλει επίσης ο αιτών ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης, της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της αμεροληψίας και ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της προηγούμενης ακρόασης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, η έρευνα των οποίων επιφυλλάσσεται κατά νόμον στα δικαστικά όργανα, τα οποία γνωμοδότησαν υπέρ της έκδοσης, ενώ, κατά τα λοιπά, όλως αορίστως προβάλλεται παράβαση των προαναφερθεισών αρχών. Περαιτέρω, δεν απαιτείτο κλήση του αιτούντος ενώπιον του Υπουργού Δικαιοσύνης προς παροχή εξηγήσεων, εφόσον ο αιτών παρέστη, όπως προβλέπει ο Κ.Ποιν.Δ., ενώπιον των γνωμοδοτούντων δικαστικών οργάνων και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του.
13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε 460 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2010
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Ο Γραμματέας Μ. Βροντάκης Ν. Αθανασίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2010.
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ` Τμήματος Μ. Βροντάκης Δ. Μουζάκη
Π.Β.