Αριθμός 1522/2017, Ολομελείας (Ελάσσονα Α΄ Σύνθεση)
Περίληψη: Προϋποθέσεις άσκησης αναθεώρησης κατά οριστικών αποφάσεων Τμημάτων ΕΣ. Έννοια νέου εγγράφου ικανού να στηρίξει την αίτηση αναθεώρησης.
Πρόεδρος: Ανδρονίκη Θεοτοκάτου
Εισηγήτρια: Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Μιχαήλ Ζυμής
Δικηγόροι:Γεώργιος Καραβοκύρης, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (ΝΣΚ), Κωνσταντίνος Λιδωρίκης
Ι. Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση της 3352/2013 αποφάσεως του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτηση αυτής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 1134314/5.10.2016, Σειράς Θ διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της Δ΄ ΔΟΥ Αθηνών). Συνεπώς, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων της.
II. Με την 3336/2011 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 5290/29.8.2006 καταλογιστικής πράξης των Επιθεωρητριών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του τότε Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών – ήδη Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε ο ανωτέρω, ως Αναπληρωτής Καθηγητής και μέλος της Επιτροπής Παραλαβής υλικών και υπηρεσιών του … Πανεπιστημίου, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τους λοιπούς αναφερόμενους στην καταλογιστική απόφαση, με το ποσό των 85.582,88 ευρώ, για ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του εν λόγω νομικού προσώπου κατά τα έτη 1996-1997 και, μεταρρυθμισθείσης της ως άνω καταλογιστικής αποφάσεως, περιορίστηκε το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό στα 40.093,92 ευρώ.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 3352/2013 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε αίτηση του ιδίου για αναθεώρηση της ως άνω 3336/2011 αποφάσεως αυτού.
ΙΙΙ. Με την υπό κρίση αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής συμπληρώθηκαν, με το από 20.3.2014 νομίμως υποβληθέν δικόγραφο προσθέτων λόγων και αναπτύσσονται στο από 10.10.2016 υπόμνημα, ο
αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας: α) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας ως προς το ζήτημα κυρίως της εκτίμησης της γραφολογικής γνωμοδότησης, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 29 του π.δ/τος 774/1980 και ήδη παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 4129/2013, με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν θεωρήθηκαν νέα κρίσιμα έγγραφα τα πρωτόκολλα παραλαβής αν και ο αναιρεσείων έλαβε πλήρη γνώση αυτών με το αριθ. πρωτ. ΔΕΚΟ Α 1134742 ΕΞ/26.9.2011 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, ήτοι μετά την 14.12.2010, οπότε και εκδικάστηκε η έφεση του κατά της καταλογιστικής απόφασης που είχε εκδοθεί σε βάρος του.
IV. Ο Κώδικας Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, Α΄ 52), στην παρ. 1 του άρθρου 89, ορίζει ότι: «1. Οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται στο έκτακτο ένδικο μέσο της αναθεώρησης, το οποίο ασκεί στο Τμήμα που εξέδωσε την απόφαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 48, είτε ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας ή ο αρμόδιος υπουργός, είτε ο ενδιαφερόμενος …» και στην παρ. 3 του άρθρου 48, ότι: «3. Η αίτηση αναθεώρησης επιτρέπεται… α) λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους, β) αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα, γ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε καταθέσεις μαρτύρων που καταδικάστηκαν για ψευδορκία ή απαλλάχθηκαν αλλά η ψευδορκία αναγνωρίστηκε δικαστικά, δ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστογραφία αναγνωρίστηκε δικαστικά έστω και στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων σε αναθεώρηση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους, μεταξύ των οποίων ή πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, η προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων και η πλαστότητα εγγράφων. Πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα συντρέχει όταν τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά είναι αντικειμενικώς ανύπαρκτα, καθώς και όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση αγνοήθηκαν υπαρκτά πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα την εξαγωγή εσφαλμένου συμπεράσματος.
Στην έννοια της πλάνης δεν εμπίπτει η
εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, ούτε η κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, συνεπώς, αν προβληθούν τέτοιοι λόγοι προς στήριξη αίτησης αναθεώρησης για πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι απαράδεκτοι (Ολομ. Ελ.Συν. 792/ 1982, 489/1996, 382/2001, 1055/2003, 30/2012).
Περαιτέρω, νέο έγγραφο,
ικανό να στηρίξει την αίτηση αναθεώρησης είναι έγγραφο που α) υπήρχε κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και ήταν άγνωστο ή
ανέφικτη η προσκομιδή του, ή ανακαλύφθηκε μετά την έκδοσή της, πλην όμως αναφέρεται σε προϋπάρχοντα γεγονότα, β) είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού
ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του αιτούντος την αναθεώρηση αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτηση του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Εξάλλου, ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Δεν υφίσταται δε ανώτερη βία επί εγγράφου υπάρχοντος στα αρχεία δημόσιας αρχής, δεδομένου ότι αρκεί στην περίπτωση αυτή να το αναζητήσει ο ενδιαφερόμενος. Σε κάθε όμως περίπτωση ο λόγος αυτός αναθεωρήσεως προϋποθέτει προδήλως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ότι τα νέα κρίσιμα έγγραφα δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αναθεώρηση απόφαση, διότι άλλως, εφόσον τέθηκαν υπόψη του και το δικαστήριο αποφάνθηκε αφού τα συνεκτίμησε, ο λόγος είναι απαράδεκτος. Τέλος, η πλαστότητα εγγράφου, στην οποία στηρίζεται η πράξη καταλογισμού ως λόγος αναθεώρησης, πρέπει, προκειμένου να εξετασθεί κατ’ ουσία, να προβάλλεται με επίκληση δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος, με τα οποία, έστω και στο σκεπτικό τους, να αναγνωρίζεται η πλαστότητα του εγγράφου.
V. Στην υπό κρίση υπόθεση το Τμήμα που δίκασε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: Με την 3336/2011 απόφαση του IV Τμήματος κρίθηκε ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, Αναπληρωτής Καθηγητής του ... Πανεπιστημίου που είχε διορισθεί μέλος της Επιτροπής Παραλαβής Υλικών και Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου για την περίοδο 1996-1997, ευθύνεται για τη δημιουργία του ελλείμματος στην οικονομική διαχείριση του Πανεπιστημίου, καθόσον βεβαίωσε με την υπογραφή του στα οικεία πρωτόκολλα παραλαβής, την παραλαβή εργασιών και υλικών συνολικής αξίας 29.162.366 δραχμών και ήδη 85.582,88 ευρώ, χωρίς τη φυσική παρουσία του κατά την παραλαβή και χωρίς κανένα απολύτως πραγματικό έλεγχο ως προς τα παραλαμβανόμενα είδη και υπηρεσίες, τα οποία ουδέποτε παρελήφθησαν από το Πανεπιστήμιο, αφού αποτελούσαν αντικείμενο εικονικών και μόνο συναλλαγών, βάσει πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων και δικαιολογητικών των χρηματικών ενταλμάτων, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό άμεσα στην πληρωμή των εικονικών αυτών συναλλαγών και, κατά συνέπεια, στη δημιουργία του καταλογισθέντος ελλείμματος. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η ανάμειξή του αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη δημιουργία του ελλείμματος για εκείνες τις περιπτώσεις πληρωμών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με επιταγές, που εκδόθηκαν για την εξόφληση χρηματικών ενταλμάτων, τα οποία έχουν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στα συνημμένα δικαιολογητικά αυτών περιλαμβάνονται τα πρωτόκολλα παραλαβής που υπέγραψε ο ίδιος. Και τούτο, διότι χωρίς τη δική του συμβολή, χωρίς δηλαδή την ψευδή εκ μέρους του βεβαίωση παραλαβής δια της υπογραφής του στα σχετικά πρωτόκολλα, θα ήταν αδύνατη η έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων και τελικά η εκταμίευση του δημοσίου χρήματος. Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από την ως άνω απόφαση (3336/2011), πρόκειται για τις περιπτώσεις των παρακάτω επιταγών:
α) με αριθμό Τ568842/14.4.1998, ποσού 1.504.575 δραχμών, και με αριθμό Τ568847/14.4.1998, ποσού 2.000.000 δραχμών, που εκδόθηκαν για την εξόφληση του 246/1998 χρηματικού εντάλματος, με συνημμένο το από 30.12.1997 πρωτόκολλο παραλαβής, με δικαιούχο το Ν.Μ, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε, δεν διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο «εργολαβικές εργασίες», οι επιταγές δε αυτές εισπράχθηκαν από τον Ι.Χ. (βλ. σελ. 98 της πορισματικής έκθεσης), β) επιταγή με αριθμό Τ360443/29.12.1997, ποσού 1.307.520 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 938/1.12.1997 χρηματικού εντάλματος με συνημμένο το από 18.11.1996 πρωτόκολλο παραλαβής, με δικαιούχο τον Α.Τ., η επιχείρηση του οποίου, ναι μεν είναι υπαρκτή, πλην όμως, ουδέποτε είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με το … Πανεπιστήμιο, η δε επιταγή εισπράχθηκε από τον Ι.Χ. (βλ. σελ. 109 της πορισματικής έκθεσης), γ) επιταγή με
αριθμό Σ862081/11.11.1997, ποσού 923.940 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 795/ 30.10.1997 χρηματικού εντάλματος, με συνημμένο το από 8.5.1997 πρωτόκολλο παραλαβής, χωρίς συνημμένη την οικεία σύμβαση, και με δικαιούχο το Σ.Ζ., η επιχείρηση του οποίου είναι υπαρκτή, πλην όμως δεν έχει εκδόσει τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία, η δε επιταγή εισπράχθηκε από τον Ι.Χ. (βλ. σελ. 117 της πορισματικής έκθεσης), δ) επιταγή με αριθμό Τ574957/14.5.1998, ποσού 899.510 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 293/2.4.1998 χρηματικού εντάλματος με συνημμένο το από 15.4.1997 πρωτόκολλο παραλαβής, χωρίς συνημμένη σύμβαση, και με δικαιούχο το Σ.Ζ., η επιχείρηση του οποίου είναι υπαρκτή, πλην όμως δεν έχει εκδόσει τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία, η δε επιταγή εισπράχθηκε από τον I.Χ. (βλ. σελ. 117 της πορισματικής έκθεσης), ε) επιταγή με αριθμό Σ799302/ 15.7.1997, ποσού 3.523.089 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 595/14.7.1997 χρηματικού
εντάλματος με. συνημμένο το από 4.11.1996 πρωτόκολλο παραλαβής, με δικαιούχο τον Ε.Δ., η επιχείρηση του οποίου με αντικείμενο οικοδομικές εργασίες δεν υφίστατο (βλ. σελ. 160 της πορισματικής έκθεσης), στ) επιταγή με αριθμό Τ360436/29.12.1997, ποσού 2.648.565 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 711/3.9.1997 χρηματικού εντάλματος, με συνημμένο το από 24.1.1997 πρωτόκολλο παραλαβής, με δικαιούχο τον Ε. Δ. η επιχείρηση του οποίου με αντικείμενο οικοδομικές εργασίες δεν υφίστατο (βλ. σελ. 160 της πορισματικής έκθεσης) και ζ) επιταγή με αριθμό Τ574956/14.5.1998, ποσού 854.803 δραχμών, που εκδόθηκε για την εξόφληση του 309/7.4.1998 χρηματική εντάλματος, με συνημμένο το από 4.3.1996 πρωτόκολλο παραλαβής, με δικαιούχο το Ε.Δ., η επιχείρηση του οποίου με αντικείμενο την εμπορία οικοδομικών υλικών δεν ήταν υπαρκτή, η δε επιταγή εισπράχθηκε από το I.Χ. (βλ. σελ. 173 της πορισματικής έκθεσης). Αντίθετα, κρίθηκε ότι ο αιτών και ήδη αναιρεσείων δεν ευθύνεται για τις περιπτώσεις εκείνες των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν με επιταγές για την εξόφληση εκδοθέντων τιμολογίων (και όχι χρηματικών ενταλμάτων) των φερόμενων ως προμηθευτών, καθόσον από καμία διάταξη της κείμενης νομοθεσίας δεν απαιτείται για την περίπτωση αυτή, η προηγούμενη σύνταξη πρωτοκόλλου παραλαβής υλικών ή υπηρεσιών, αλλά και σε κάθε περίπτωση τα συνταχθέντα πρωτόκολλα δεν άσκησαν ουδεμία επιρροή στην κατά τ’ ανωτέρω παράνομη εκταμίευση χρηματικών ποσών. Ενόψει των ανωτέρω, το Τμήμα κατά μερική παραδοχή της εφέσεως, περιόρισε το ποσό του αρχικού καταλογισμού σε 40.093,92 ευρώ.
VI. Ο ήδη αναιρεσείων με την αίτηση αναθεώρησης προσκόμισε και επικαλέστηκε ως νέο κρίσιμο έγγραφο την έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως, η οποία συντάχθηκε τον Μάρτιο του έτους 2012, σύμφωνα με την οποία, με εξαίρεση την υπογραφή που ετέθη στο από 4.11.1996 πρωτόκολλο παραλαβής και αποτέλεσε δικαιολογητικό έκδοσης του 595/14.7.1997 χρηματικού εντάλματος, η οποία είναι γνήσια υπογραφή του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος, οι υπογραφές στα λοιπά πρωτόκολλα παραλαβής, τα οποία βεβαιώνουν την παραλαβή εργασιών και υλικών, τα οποία δεν παρελήφθησαν ποτέ από το Πανεπιστήμιο, «διαφέρουν από τις γνήσιες υπογραφές και τις μονογραφές» του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος στην εμφάνιση και σε στοιχεία της δομής τους και, επομένως, οι υπογραφές αυτές δεν είναι γνήσιες. Το δικάσαν Τμήμα κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προπαρατιθέμενων διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 48 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, έκρινε ότι με την προσκόμιση και την επίκληση της ως άνω γραφολογικής γνωμοδοτήσεως δεν στοιχειοθετείται παραδεκτός λόγος αίτησης αναθεώρησης, καθόσον το εν λόγω έγγραφο, δεν συνιστά νέο κρίσιμο έγγραφο, εφόσον ούτε προϋπήρχε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ανακαλύφθηκε μετά την έκδοση αυτής, αλλά συντάχθηκε με πρωτοβουλία του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος, προκειμένου να αντικρούσει τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η εκδοθείσα σε βάρος του καταλογιστική απόφαση. Ακολούθως, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διεπουσών την υπό κρίση υπόθεση διατάξεων, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η πλαστότητα των εγγράφων και στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η προσβαλλομένη δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως λόγος αναθεώρησης, εφόσον βασίζεται σε ιδιωτική γνωμάτευση συνταχθείσα κατ’ εντολή του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος και όχι σε δικαστική αναγνώριση της πλαστότητας, όπως ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 29 του π.δ/τος 774/1980. Στη συνέχεια, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι ο ισχυρισμός του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος ότι έλαβε γνώση της 1079/11.2.2002 πορισματικής έκθεσης ελέγχου στις 26.9.2011, ήτοι μετά τις 14.12.2010, ημερομηνία κατά την οποία συζητήθηκε ενώπιον του IV Τμήματος η από 11.10.2006 έφεσή του, ανεξαρτήτως του ότι δεν συνιστά λόγο αναθεώρησης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 29 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980, είναι απορριπτέος, διότι στο δικόγραφο της εφέσεώς του, ο αιτών και ήδη αναιρεσείων αναφέρεται ρητώς στο περιεχόμενο της ανωτέρω πορισματικής εκθέσεως (σελ. 7 και 8 της εφέσεως), χωρίς να παραπονείται ότι δεν είχε λάβει γνώση αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των υπό κρίση διατάξεων, το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του αιτούντος την αναθεώρηση και ήδη αναιρεσείοντος, αφού αυτός δεν τον είχε προβάλει στην κατ’ έφεση δίκη. Περαιτέρω, ο αιτών και ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι συνέτρεχε νόμιμος λόγος αναθεώρησης λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Προς τούτο προέβαλε ότι δεν αναγνωρίζει την υπογραφή του στα πρωτόκολλα παραλαβής που αποτελούν συνημμένα δικαιολογητικά των 246/1998, 938/1997, 293/1998, 595/1997, 711/1997 και 309/1998 χρηματικών ενταλμάτων. Ακολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι ουδεμία από τις προαναφερόμενες αιτιάσεις συνιστά παραδεκτό λόγο αναθεώρησης. Τούτο δε διότι ο μεν ισχυρισμός του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος ότι δεν έχει υπογράψει τα πρωτόκολλα παραλαβής βασίζεται στη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, δεν αποτελεί νέο κρίσιμο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 48 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι δε λοιπές αιτιάσεις, πέραν του ότι σε κάθε περίπτωση έχουν ληφθεί υπόψη από το Τμήμα στα πλαίσια της εκκληθείσας ενώπιον του καταλογιστικής απόφασης και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και στοιχεία δεν αποτελούν κρίσιμα στοιχεία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική εκτίμηση του Τμήματος περί της δημοσιονομικής ευθύνης του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος. Ενόψει αυτών, το δικάσαν Τμήμα διέλαβε πλήρη και σαφή αιτιολογία περί της συνεκτίμησης όλων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων και ειδικότερα των δικαιολογητικών των κρίσιμων χρηματικών
ενταλμάτων, στα οποία ερείδεται η γραφολογική γνωμάτευση, και τα οποία είχε λάβει υπόψη του το Τμήμα κατά την εκδίκαση της εφέσεως κατά της καταλογιστικής απόφασης, αφού η απόφαση που εξεδόθη επ’ αυτής (3336/2011 IV Τμήματος) παραπέμπει ρητώς σ’ αυτά, όπως ακριβώς μνημονεύονται στην πορισματική έκθεση. Για το λόγο αυτό άλλωστε, το δικάσαν Τμήμα κατέληξε στην κρίση ότι εφόσον τα ως άνω δικαιολογητικά δεν είναι νέα στοιχεία δεν αποτελούν κρίσιμα έγγραφα και ακολούθως και η γραφολογική γνωμάτευση δεν αποτελεί επίσης κρίσιμο έγγραφο. Κατά συνέπεια, ορθώς απερρίφθη ο σχετικός λόγος αναθεώρησης και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επιτρεπτώς κατ’ αναίρεση επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων δεν είχε αμφισβητήσει στην κατ’ έφεση δίκη την υπογραφή του στα πρωτόκολλα παραλαβής, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του (ήδη αναιρεσείοντος), αν τα σώματα των πρωτοκόλλων παραλαβής είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων είχε επικαλεστεί ανωτέρα βία για την μη έγκαιρη προσκομιδή των σωμάτων των πρωτοκόλλων παραλαβής ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίκαζε την έφεσή του κατά της καταλογιστικής απόφασης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υφίστατο αφού μπορούσε να τα αναζητήσει στο αρχείο της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών, όπου και εφυλάσσοντο. Κατά συνέπεια, ορθώς απερρίφθη ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος αναθεώρησης, έστω και με μερικώς διάφορη αιτιολογία, και συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως. Τέλος, όλες οι λοιπές προβαλλόμενες αναιρετικές αιτιάσεις κατά το μέρος που πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλονται άλλες νομικές αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 ν. 4129/2013).