ΣτΕ 1617/12, Ολομ.,Τηλεόραση, Σχέσεις Κοινοτικού και Εσωτερικού,το 4 παρ. 3 του ν. 2328/95 δεν προσκρούει στην οδηγία 68/151, αντίθετα προσκρούει στο δικ/μα εγκατάστασης αλλά δεν ετέθη ως προς αυτό προδικαστικό και άρα δεν δεσμεύει η απάντηση του ΔΕΕ.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ.

 Αριθμός 1617/2012, ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Τηλεόραση – Προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής με δραματοποιημένο και με μουσική επένδυση  ρεπορτάζ (άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2328/1995 και άρθρ. 10 παρ. 1 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1/1991 του ΕΣΡ) – Κρίση ότι το ρεπορτάζ είχε πρωτίστως κερδοσκοπικό σκοπό και όχι την παρουσίαση της ειδήσεως αφού θα μπορούσε απλώς να ανακοινωθεί η άσκηση ποινικής δίωξης- Προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται και για τους νόμιμους εκπροσώπους συμμετέχουσας εταιρίας στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας που είχε τον επίμαχο τηλεοπτικός σταθμό διότι το πρόστιμο επιβάλλεται λόγω της αντικειμενικής θέσης της εταιρίας ως συμμετέχουσας και όχι λόγω της συμπεριφοράς της –Προδικαστικό ερώτημα : “ η Οδηγία 68/151/ΕΟΚ (επονομαζόμενη Πρώτη οδηγία) εμπεριέχει ρύθμιση, η οποία απαγορεύει την θέσπιση εθνικής διάταξης, όπως εκείνης του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995, κατά το μέρος που αυτή ορίζει ότι τα προβλεπόμενα πρόστιμα για παραβιάσεις της νομοθεσίας και των κανόνων δεοντολογίας, που διέπουν τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, επιβάλλονται από κοινού και εις ολόκληρον, όχι μόνο στην εταιρεία κάτοχο της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά και σε όλους τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο από δυόμισι τοις εκατό (2,5%);”. Αρνητική  Προδικαστική απόφαση του  ΔΕΕ. – Δεν δεσμεύεται το εθνικό Δικαστήριο από την προδικαστική απ΄φοαση του ΔΕΕ εφόσον αυτή αναφέρεται σε θέματα άλλα από αυτά που ετέθησαν με το προδικαστικό ερώτημα. Συνεπώς η κρίση του ΔΕΕ ότι η ως άνω ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 49 και 63 της ΣΛΕΕ (δικαιώματα εγκατάστασης και κίνησης κεφαλαίων) δεν δεσμεύει διότι έχει καθαρά χαρακτήρα διαφωτιστικό. Εξ΄άλλου το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε οι βασικές κοινοτικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, έλκεται σε εφαρμογή μόνον αν συντρέχει το στοιχείο της διασυνοριακότητας και όχι στις υποθέσεις, των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους όπως η ένδικη διαφορά.

Πρόεδρος : Κ. Μενουδάκος (Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έχει κώλυμα λόγω διορισμού του ως Πρωθυπουργού κατ΄ άρθρο 37 παρ.3 του Σ)
Εισηγητής :  Χρ. Ράμμος (Σύμβουλος)
Νομικοί Παραστάτες : Δημ. Φίλη Νίκη (Δικηγόρο),  Μαριόλη ( Νομικό Σύμβουλο ΝΚΣ)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Αρ.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ.. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Αντ. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ηρ. Τσακόπουλος και Δ. Κυριλλόπουλος, καθώς και η Πάρεδρος Ο. Παπαδοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 16 Ιουλίου 2001 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα (Νίκης 16), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Φίλη (Α.Μ. 8834), που τον διόρισε με πληρεξούσιο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας “GREEN CATERING A.E.” όπως μετανομάστηκε και συνεχίζει τη δίκη,
κατά: α) του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και β) του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) οι οποίοι παρέστησαν με τη Νίκη Μαριόλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ΄ αριθ. πρωτ. 11840/Ε της 11-5-2001 απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, 2) η υπ΄ αριθ. 122/91/20-4-2000 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Χρ. Ράμμο.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο του Υπουργού και του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1.Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (αριθ. γραμμ. 2673432/2001).
2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται εκ νέου προς συζήτηση στην Ολομέλεια, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ) της 21.10.2010, C-81/09, Ίδρυμα Τύπου κατά Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με την οποία το εν λόγω Δικαστήριο απήντησε επί των προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία είχαν διατυπωθεί σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, με την υπ’ αριθμ. 3031/2008 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ.
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται από την αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ίδρυμα Τύπου” (και ήδη “ G….. ΕΙΔΗ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” , βλ. το από 30.1.2012 υπόμνημά της) η ακύρωση: α) της υπ’ αριθμ. 11840/Ε/11.5.2001 απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης [νυν Γενικής Γραμματείας Μέσων Ενημέρωσης που υπάγεται στον Πρωθυπουργό, άρθρα 1 και 2 π.δ/τος 73/2011 (ΦΕΚ Α΄ 178/11.8.2011), σε συνδυασμό με άρθρο 5 περιπτ. α΄ π.δ/τος 65/2011 (ΦΕΚ Α΄ 147/27.6.2011, διορθ. σφαλμ. ΦΕΚ Α΄ 154/5.7.2011)], με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα ανώνυμη εταιρεία, μέτοχο της ανώνυμης εταιρείας «Ν… ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.» (ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού «S.. CHANNEL») σε ποσοστό άνω του 2,5% του συνολικού μετοχικού της κεφαλαίου, πρόστιμο ύψους 10.000.000 δραχμών από κοινού και εις ολόκληρον με την εν λόγω εταιρεία («Ν… ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.»), καθώς και με τους λοιπούς μετόχους και με τα μέλη του Δ.Σ. της τελευταίας αυτής ανώνυμης εταιρείας, με την αιτιολογία ότι κατά την διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της 14ης Φεβρουαρίου 2000 του τηλεοπτικού σταθμού S… CHANNEL υπήρξε παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού της προσωπικότητας, της τιμής, της υπόληψης και του οικογενειακού βίου, καθώς και του τεκμηρίου αθωότητας των τραγουδιστών Δ. Κ, Γ. Μ και του σχεδιαστού μόδας Φ και β) της υπ’ αριθμ. 122/91/20.4.2000 πράξης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), η οποία απετέλεσε την βάση για την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως.
4. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 3031/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με την υπ’ αριθ. 3489/2006 απόφαση του Δ’ Τμήματος, κρίθηκε ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης κ.λ.π.» (ΦΕΚ Α΄ 159), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μετά την τροποποίησή του από τον ν. 2644/1998 (ΦΕΚ Α΄ 233), με βάση την οποία επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο στην αιτούσα εταιρεία και σύμφωνα με την οποία τα προβλεπόμενα πρόστιμα για παραβιάσεις της νομοθεσίας και των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών επιβάλλονται από κοινού, και σε ολόκληρο, όχι μόνο στην εταιρεία κάτοχο της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, τους νόμιμους εκπροσώπους της και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, αλλά και σε όλους τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του δυόμισι τοις εκατό (2,5%), είναι σύμφωνη με το άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας με την ίδρυση και λειτουργία εμπορικών εταιρειών. Περαιτέρω, αφού επέλυσε το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως αυτής, η Ολομέλεια εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αν η επίμαχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995, στην οποία στηρίχθηκε η επιβολή του επίδικου προστίμου στην αιτούσα, προσκρούει σε κάποιον άλλο κανόνα υπερτέρας του κοινού νόμου τυπικής ισχύος, και συγκεκριμένα κανόνα του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα στην διάταξη του άρθρου 1 της εκδοθείσας με βάση το άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ΄ της Συνθήκης ΕΟΚ Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968 «περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες» (EEL 65/1968), (επονομαζόμενης «πρώτης οδηγίας»). Στο άρθρο αυτό, όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη σχετικά με τους όρους προσχώρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και τις προσαρμογές των συνθηκών, ορίζεται ότι «Τα μέτρα συντονισμού που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία αφορούν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των Κρατών μελών, που ισχύουν για τις εξής μορφές εταιρειών: …- για την Ελλάδα: ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρείας”. Στην Ολομέλεια δεν ετέθη ζήτημα ενδεχομένης αντιθέσεως της άνω διατάξεως του εσωτερικού νόμου στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο ( και, ειδικότερα, σε κάποια από τις κοινοτικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται στην Συνθήκη ΕΟΚ). Ως προς το ζήτημα, το οποίο εξέτασε η Ολομέλεια, δηλαδή κατά πόσον η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995 αντίκειται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968, στην προμνησθείσα υπ’ αριθμ. 3031/2008 απόφαση διατυπώθηκαν, κατ’ αρχάς, αντίθετες απόψεις αφενός μεν όσον αφορά το ζήτημα αν διασταυρώνονται τα ρυθμιστικά πεδία εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων, αφετέρου δε ως προς την κατ’ ουσίαν συμβατότητα της παραπάνω εθνικής διάταξης νόμου με την ως άνω διάταξη της πρώτης κοινοτικής οδηγίας για τις ανώνυμες εταιρείες. Ως εκ τούτου, υποβλήθηκε στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) προδικαστικό ερώτημα έχον το ακόλουθο περιεχόμενο: “ η Οδηγία 68/151/ΕΟΚ εμπεριέχει ρύθμιση, η οποία απαγορεύει την θέσπιση εθνικής διάταξης, όπως εκείνης του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995, κατά το μέρος που αυτή ορίζει ότι τα προβλεπόμενα πρόστιμα για παραβιάσεις της νομοθεσίας και των κανόνων δεοντολογίας, που διέπουν τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, επιβάλλονται από κοινού και εις ολόκληρον, όχι μόνο στην εταιρεία κάτοχο της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά και σε όλους τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο από δυόμισι τοις εκατό (2,5%);”. Το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα διατυπώθηκε προς το ΔΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 234 ΕΚ, δεδομένου ότι οι ερμηνείες, οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Δικαστήριο σε σχέση με τα παραπάνω δύο κοινοτικού δικαίου ζητήματα, δεν ήταν ούτε προφανείς ούτε απαλλαγμένες εύλογων αμφιβολιών.
5. Επειδή, για το ερώτημα αυτό το ΔΕΕ εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, με την οποία, δέχθηκε ότι «καίτοι με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της πρώτης οδηγίας υπονοείται ότι ισχύει η αρχή ότι μόνον οι εταιρείες ευθύνονται με την περιουσία τους για τα χρέη τους έναντι τρίτων, η εν λόγω οδηγία δεν προβλέπει ομοιόμορφη έννοια της μετοχικής εταιρείας, ούτε της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, στηριζόμενη σε μία τέτοια αρχή. Αντιθέτως, το άρθρο 1 της πρώτης οδηγίας απαριθμεί, για κάθε κράτος μέλος, τις διάφορες εταιρικές μορφές του αντίστοιχου κράτους μέλους επί των οποίων έχουν εφαρμογή οι κανόνες των άρθρων 2 έως 12. Συνεπώς, η πρώτη οδηγία δεν ορίζει τι είναι μία μετοχική εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αλλά περιορίζεται στον καθορισμό κανόνων που πρέπει να εφαρμόζονται σε ορισμένες εταιρικές μορφές οι οποίες προσδιορίζονται από τον νομοθέτη της Ένωσης ως μετοχικές εταιρείες ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης», έκρινε ότι «ούτε από το γράμμα της πρώτης οδηγίας, ούτε από την ερμηνεία αυτής υπό το πρίσμα του αντικειμένου της ή των νομοθεσιών των κρατών μελών προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία καθιερώνει κανόνα κατά τον οποίο ουδέποτε μπορεί να ευθύνεται μέτοχος για πρόστιμο επιβληθέν σε εταιρεία, ειδικότερα στην περίπτωση που το πρόστιμο αυτό επιβλήθηκε από κοινού και εις ολόκληρον σε ανώνυμη εταιρεία και στον μέτοχο» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η πρώτη οδηγία έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται στη θέσπιση εθνικής διατάξεως, όπως εκείνης του άρθρου 4, παράγραφος 3, του νόμου 2328/1995, κατά την οποία τα προβλεπόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού πρόστιμα για παραβιάσεις της νομοθεσίας και των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών επιβάλλονται από κοινού και εις ολόκληρον όχι μόνο στην εταιρία κάτοχο της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά και σε όλους τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο από 2,5%». Περαιτέρω, παρά το ότι με την απόφαση της Ολομελείας, με την οποία διατυπώθηκε το προδικαστικό ερώτημα, δεν διαπιστώθηκε ότι η υπόθεση παρουσιάζει συνδετικό στοιχείο με το πρωτογενές κοινοτικό στοιχείο ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, αλλ’ αντιθέτως από τα πραγματικά δεδομένα προκύπτει ότι η έννομη σχέση της επίδικης διαφοράς συνιστά αμιγώς εσωτερική κατάσταση, εφόσον η αιτούσα είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, συμμετέχουσα στο μετοχικό κεφάλαιο της, ομοίως ελληνικής, ανώνυμης εταιρείας, στην οποία είχε χορηγηθεί άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού και στην οποία επιβλήθηκε με υπουργική απόφαση η επίδικη διοικητική κύρωση προστίμου, το ΔΕΕ έκρινε σκόπιμο να ερμηνεύσει και τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, χωρίς να έχει ζητηθεί τούτο με την προδικαστική απόφαση της Ολομελείας. Ειδικότερα, αφού διευκρίνισε ότι «στο πεδίο της καθ’ ύλην εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως εμπίπτουν οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν εφαρμογή επί της κατοχής εκ μέρους υπηκόου κράτους μέλους ποσοστού του κεφαλαίου εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος που του παρέχει τη δυνατότητα να επηρεάζει αναμφισβήτως τις αποφάσεις της εταιρείας αυτής και να καθορίζει τις δραστηριότητές της» και ότι «εμπίπτουν στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, μεταξύ άλλων, οι άμεσες επενδύσεις υπό μορφή συμμετοχής σε επιχείρηση διά της κατοχής μετοχών οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείρισή της και το έλεγχό της, καθώς και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου, ήτοι η απόκτηση τίτλων στην αγορά κεφαλαίων επιχειρούμενη με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως», δέχθηκε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση «σε συνάρτηση με τον τρόπο κατά τον οποίο είναι κατανεμημένο το υπόλοιπο μετοχικό κεφάλαιο, ειδικότερα αν είναι κατανεμημένο μεταξύ πολλών μετόχων, συμμετοχή κατά ποσοστό 25% μπορεί να αρκεί για την άσκηση ελέγχου επί εταιρείας ή, τουλάχιστον, για την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων της εταιρείας αυτής και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων της … Η ελληνική νομοθεσία ενδέχεται επομένως να εμπίπτει στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, καθόσον αφορά τους μετόχους που κατέχουν ποσοστό μετοχών πλέον του 2,5%, η συμμετοχή όμως των οποίων δεν αρκεί ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν έλεγχο ή αναμφισβήτητη επιρροή επί των αποφάσεων της εταιρείας, η εν λόγω νομοθεσία εμπίπτει ενδεχομένως επίσης στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ», και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «στην περίπτωση της κύριας δίκης διαπιστώνεται ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επενδυτές και επηρεάζει επομένως την πρόσβασή τους στην αγορά συμμετοχών σε εταιρείες. Συγκεκριμένα, το εθνικό μέτρο καθιστά δυνατή τη θεμελίωση ευθύνης των μετόχων ανώνυμης τηλεοπτικής εταιρείας για την καταβολή των προστίμων που επιβάλλονται σε αυτήν, ούτως ώστε να διασφαλίζουν οι μέτοχοι την εκ μέρους της εν λόγω εταιρείας τήρηση των ελληνικών κανόνων δικαίου και δεοντολογίας, παρότι οι εξουσίες, οι οποίες αναγνωρίζονται στους μετόχους αυτούς από τους διέποντες τη λειτουργία των οργάνων των ανωνύμων εταιρειών κανόνες, δεν τους παρέχουν μια τέτοια δυνατότητα. Επιπλέον, μολονότι το μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους Έλληνες επενδυτές όσο και σε εκείνους σε άλλα κράτη μέλη, το αποτρεπτικό του αποτέλεσμα είναι πιο σημαντικό για τους επενδυτές από άλλα κράτη μέλη από ό,τι για τους Έλληνες επενδυτές. Ειδικότερα, δεδομένου ότι σκοπός του νόμου είναι να προτρέψει τους μετόχους να συνάψουν συμμαχίες με άλλους μετόχους προκειμένου να είναι σε θέση να ασκούν επιρροή στις αποφάσεις και στη διοίκηση της εταιρείας, και μολονότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται σε όλους τους μετόχους, δεν αμφισβητείται ότι η τήρησή της είναι πολύ πιο δύσκολη για τους επενδυτές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι δεν είναι ενήμεροι των εξελίξεων στα ΜΜΕ στην Ελλάδα και δεν γνωρίζουν εκ των πραγμάτων τις διάφορες ομάδες ή συμμαχίες που διαμορφώνονται μεταξύ των μετόχων μίας εταιρείας κατόχου άδειας ιδρύσεως, εγκαταστάσεως και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού». Υπό τις ανωτέρω σκέψεις, το ΔΕΕ διατύπωσε την κρίση ότι «εθνικό μέτρο, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, περιορίζει τόσο την ελευθερία εγκαταστάσεως, όσο και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων» και ότι «τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντίκεινται στη θέσπιση τέτοιας εθνικής διάταξης».
6. Επειδή, σύμφωνα με την ως άνω απάντηση του ΔΕΕ στο διατυπωθέν σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση προδικαστικό ερώτημα, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν.2328/1995 δεν προσκρούει στο άρθρο 1 της Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968 και δεν πάσχει από την άποψη αυτή. Ορθώς, επομένως, η διάταξη αυτή του νόμου εφαρμόστηκε στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου και ότι, όπως είχε ήδη κριθεί με την προναφερθείσα υπ’ αριθ. 3031/2008 απόφαση της Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου, δεν προσκρούει σε κάποια συνταγματική διάταξη.
7. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί από το ΔΕΚ, η εκτίμηση των ζητημάτων πραγματικού μιας υποθέσεως, η οποία εκκρεμεί ενώπιον ενός εσωτερικού δικαστηρίου, το οποίο έχει διατυπώσει προδικαστικό ερώτημα επί τη βάσει του άρθρου 234 της ΣυνθΕΟΚ, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού αυτού δικαστηρίου (πρβλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 11.9.2008, C-279/06, Cepsa Estaciones de servicio SA, σκέψεις 30-31, απόφαση της 11.12.2007, C-341/2005, Laval un Partneri Ltd, σκέψεις 45-47, απόφαση της 7.9.2006, C- 489/04, Αlexander Jehle, Weinhaus Kiderlen, σκέψη 36, κ.ά. ) το δε ΔΕΕ δεσμεύεται σε ότι αφορά το πραγματικό πλαίσιο από την απόφαση της παραπομπής του εθνικού δικαστηρίου (πρβλ. μεταξύ άλλων απόφαση 11.12.2007, C-341/2005, Laval un Partneri Ltd, σκέψεις 45-47, απόφαση της 12.12.1990, C- 241/89, SARPP- Société d’application et de recherches en pharmacologie et phytothérapie SARL, σκέψη 8, κ.ά. ). Όπως δε έχει περαιτέρω κριθεί, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως όσο και την λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο ΔΕΕ (πρβλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 11.1.2007, C-208/05, ITC Innovative Technology Center GmbH, σκέψη 48 κ.ά. ). Τέλος, έχει κριθεί ότι το ΔΕΕ πάντοτε απαντάει στα διατυπωθέντα σε αυτό προδικαστικά ερωτήματα (εκτός αν είναι προδήλως αλυσιτελή για την επίλυση της κύριας υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ή υποθετικής φύσεως), προκειμένου να δώσει στον εθνικό δικαστή όλα εκείνα τα στοιχεία ερμηνείας που, κατά την εκτίμησή του, θα μπορούσαν δυνητικά να αποβούν χρήσιμα στην τελική επίλυση του ενώπιόν του εκκρεμούντος ζητήματος (πρβλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 11.9.2008, C-279/06, Cepsa Estaciones de servicio SA, σκέψη 31, απόφαση της 7.9.2006, C- 489/04, Αlexander Jehle, Weinhaus Kiderlen, σκέψη 37, απόφαση της 23.3.2006, C-210/04, Ministero dell’ Economia e delle Finanze, Agenzia delle Entrate, σκέψη 21, κ.ά.).
8. Επειδή, όπως αναλυτικά εξετέθη ανωτέρω στην σκέψη 5, το ΔΕΕ με την απόφασή του της 21.10.2010 αφού απάντησε αρνητικά στο διατυπωθέν με την υπ’ αριθμ. 3031/2008 απόφαση της Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου ζήτημα εάν η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995 προσκρούει στο άρθρο 1 της Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968, με τις επακολουθήσασες σκέψεις 47-70 εξέτασε το ζήτημα αν η αυτή διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας, καίτοι δεν προσκρούει στην ως άνω οδηγία, είναι παρά ταύτα αντίθετη με το άρθρο 49 (ελευθερία εγκαταστάσεως) και 63 (ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων) της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και κατέληξε στο συμπέρασμα, το οποίο διατυπώνεται στη δεύτερη παράγραφο του διατακτικού, ότι αντίκειται στα άρθρα αυτά της ΣΛΕΕ. Είναι όμως πρόδηλο ότι το συμπέρασμα αυτό διατυπώθηκε στο πλαίσιο της ενημερώσεως και διαφωτίσεως του εθνικού δικαστηρίου για το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν τη σχέση της επίμαχης ελληνικής νομοθετικής διατάξεως προς το κοινοτικό δίκαιο και δεν υποδηλώνει κρίση του ΔΕΕ ότι η συγκεκριμένη υπόθεση παρουσιάζει συνδετικό στοιχείο με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, δεδομένου, άλλωστε, ότι η κρίση του ζητήματος αυτού δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του ή ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995 δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση ως αντίθετη προς τα προαναφερθέντα άρθρα της ΣΛΕΕ, αφού, μάλιστα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ (πρβλ. ενδεικτικά απόφαση της 15.5.2003, C- 300/01, Doris Salzmann, σκέψεις 28-33 και κυρίως σκέψη 32 , απόφαση της 12.7.2005, C- 403/03, Egon Schempp, σκέψη 20, απόφαση της 22.5.2008, C- 499/06, Ηalina Nerkowska, σκέψη 25, απόφαση της 22.12.2010, C-245/09, Omalet NV, σκέψεις 12-14, κ.ά), το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε οι βασικές κοινοτικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, έλκεται σε εφαρμογή μόνον αν συντρέχει το στοιχείο της διασυνοριακότητας και όχι στις υποθέσεις, των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Άλλωστε, από τις σκέψεις 31 και 32 της αποφάσεως του ΔΕΕ προκύπτει σαφώς ότι το δικαστήριο αυτό εξέτασε το παραπάνω ζήτημα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο προδικαστικό ερώτημα, “προκειμένου να παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορεί να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως από το εθνικό δικαστήριο”, η δε Γενική Εισαγγελεύς Verica Trestnjak στις από 2.6.2010 προτάσεις αναφέρει ότι άγεται στην έρευνα του ζητήματος του συμβατού του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995 με το πρωτογενές δίκαιο, παρά το γεγονός ότι το ΣτΕ με την προμνησθείσα απόφαση της Ολομελείας είχε θέσει μόνο ζήτημα συμβατού αυτού με την Οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968, λόγω των ευρυτέρων συνεπειών που θα είχε η όποια μελλοντική απόφαση του ΣτΕ στην έννομη τάξη της Ελλάδας (βλ. σκέψεις 60 και 61 των προτάσεων). Ενόψει των ανωτέρω, οι σκέψεις που παρατίθενται στην απόφαση του ΔΕΕ περί αντιθέσεως της παραπάνω διατάξεως του ελληνικού νόμου στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο δεν επηρεάζουν την κρίση του ΣτΕ κατά την εκδίκαση της παρούσης υποθέσεως, δεδομένου ότι ελλείπει το συνδετικό στοιχείο με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος ότι στην υπόθεση αυτή δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής μέτρου, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επενδυτές και το οποίο, σύμφωνα με τα κριθέντα από το ΔΕΕ, θα ήταν αντίθετο προς τα άρθρα 49 και 63 της ΣΛΕΕ, αφού η αιτούσα εταιρεία είναι ήδη μέτοχος της εταιρείας “Ν.. ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ”, προσβάλλει δε απλώς την διοικητική πράξη, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της πρόστιμο υπό την κτηθείσα αυτή ιδιότητά της του μετόχου, και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή συνεπάγεται παρεμπόδιση συμμετοχής της αιτούσης στην ανωτέρω εταιρεία “Ν… ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ”.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και επιλυθέντων των ζητημάτων των αναγομένων στο κύρος της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 2328/1995, με την κρίση ότι η διάταξη αυτή δεν προσκρούει σε κανόνα τυπικού κύρους υπερτέρου αυτού του κοινού νόμου, και δη στο Σύνταγμα ή στο κοινοτικό δίκαιο, η Ολομέλεια κρίνει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 3 του π. δ/τος 18/1989 (8Α), ότι πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να εξετάσει και τους λοιπούς προβαλλομένους λόγους ακυρώσεως.
10. Επειδή, στο άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως ίσχυε κατά την κρίσιμο στην προκειμένη υπόθεση χρόνο, ορίζονται τα εξής: “1. Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης.2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας”. Με την δεύτερη αυτή παράγραφο του ως άνω άρθρου 15 του Συντάγματος, η λειτουργία ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνθέτουν οι αναγραφόμενοι στη διάταξη αυτή στόχοι, όπως είναι η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων λόγου και τέχνης και η διασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των εκπομπών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτιστικής αναπτύξεως της Χώρας. Εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος αποτελεί η περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή ρήτρα ότι η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος αυτός υπερβαίνει, ως προς την έκταση και το περιεχόμενο, την έννοια της κρατικής εποπτείας και επιτρέπει την επέμβαση του Κράτους στη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών (πρβλ. ΣΕ 5040/87 Ολομ., 2544/1999, 554/2003επταμελής, 253/2005 επταμελής, 1380/2005 επταμελούς κ.ά).
11. Επειδή κατά το άρθρο 10 της Συμβάσεως της 4.11.1950 «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», κυρωθείσης διά του Ν.Δ/τος 53/1974 (254 Α), «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας . . . ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία διά . . . την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων . . .». Ενόψει της αναγνωριζομένης από τη Σύμβαση εξουσίας επιβολής κυρώσεων χάριν της προστασίας της υπολήψεως ή δικαιωμάτων τρίτων, οι διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του Ν. 2328/1995, με τις οποίες θεσπίζονται κανόνες δεοντολογίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς και προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεως των κανόνων αυτών και των Κανονισμών Δεοντολογίας, δεν έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 10 της ως άνω συμβάσεως, αβασίμως δε προβάλλεται το αντίθετο με την κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 2544/1999 επταμελούς συνθέσεως,553/2003 επταμελούς συνθέσεως, 1380/2005 επταμελούς κ.ά.).
12. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως (ΕΣΡ) με το υπ’ αριθ. 319/15.2.2000 έγγραφό του προς τον τηλεοπτικό σταθμό S… CHANNEL – N.. THΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. ζήτησε την μαγνητοσκοπημένη ταινία του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού της 14ης Φεβρουαρίου 2000, η οποία απεστάλη σ’ αυτό και στην συνέχεια παρουσιάστηκε το σύνολο των επιμάχων σκηνών στα μέλη του. Ακολούθως το Συμβούλιο με την από 544/3.3.2000 πρόσκλησή του κάλεσε τον τηλεοπτικό σταθμό S…. CHANNEL – N.. THΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. να παραστεί ενώπιον της Ολομελείας του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2000 για παροχή εξηγήσεων σε σχέση με το επίμαχο δελτίο ειδήσεων του σταθμού με τον τρόπο της παρουσίασης της είδησης περί ασκήσεως ποινικής διώξεως εις βάρος των τραγουδιστών Δ. Κ, Γ. Μ και του σχεδιαστού μόδας Φ για ασέλγεια παρά φύση μεταξύ αρρένων, για κατοχή, χρήση και διάθεση ναρκωτικών ουσιών καθώς και για διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας. Κατά την ως άνω συνεδρίαση εμφανίστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου “ως εκπρόσωποι του εγκαλουμένου τηλεοπτικού σταθμού οι κ.κ. Σ και Α” (βλ. την απόφαση υπ’ αριθ. 122/91/20.4.2000 του ΕΣΡ και το πρακτικό της 85ης συνεδρίασης της 9.3.2000 του αυτού Συμβουλίου). Οι εκπρόσωποι αυτοί παρέθεσαν τις απόψεις του σταθμού ενώπιον των μελών του Συμβουλίου, χορηγήθηκε δε και προθεσμία για την υποβολή γραπτού υπομνήματος, που τελικώς κατετέθη εμπροθέσμως (αρ. πρωτ. 687/20.3.2000) και ελήφθη και υπόψη από το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση. Ήδη η αιτούσα εταιρεία προβάλλει ότι δεν αρκεί η παράσταση των προαναφερθέντων εκπροσώπων της εταιρείας, κατόχου του τηλεοπτικού σταθμού, αλλά έπρεπε να κληθούν εκπρόσωποι και αυτής προς παροχήν εξηγήσεων ενώπιον του Συμβουλίου, εφόσον τελικώς επιβλήθηκε, πρόστιμο και στην ίδια και ότι, με τον τρόπο αυτό, παραβιάστηκε το κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμά της σε ακρόαση . Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, βάσει του νόμου, το πρόστιμο επιβλήθηκε στην αιτούσα όχι για υπαίτια συμπεριφορά της ίδιας, αλλά ως εκ της απλής ιδιότητάς της ως μετόχου κατέχοντος άνω του 2,5% του μετοχικού κεφαλαίου της ανωνύμου εταιρείας ιδιοκτήτριας τηλεοπτικού σταθμού, για παράπτωμα του τελευταίου, αναγόμενο στην εκ μέρους του, και ειδικότερα στην εκ μέρους των διοικούντων αυτόν οργάνων, παραβίαση της δεοντολογίας που διέπει τους τηλεοπτικούς σταθμούς, ως προς δε το τελευταίο αυτό θέμα εκπροσωπήθηκε από τους απεσταλμένους του τηλεοπτικού σταθμού, οι οποίοι εξέθεσαν ενώπιον του ΕΣΡ τις απόψεις του σταθμού επί της αποδιδόμενης σε αυτόν παραβάσεως.
13.Επειδή, στην παρ. 1 εδαφ. β του προαναφερθέντος άρθρου 3 του ν. 2328/1995 ορίζονται τα εξής: «Οι κάθε είδους εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται». Περαιτέρω, με τον κανονισμό 1/1991 του ΕΣΡ (Β΄ 421) θεσπίζονται κανόνες για την προστασία της προσωπικότητας και το απαραβίαστο του ιδιωτικού βίου, ειδικότερη εκδήλωση των οποίων αποτελεί και η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας, προβλέπεται δε στο άρθρο 10 παρ. 1 αυτού ότι οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Τέλος, στην παράγραφο 14 του άρθρου 3 του προαναφερθέντος Ν. 2328/1995 ορίζεται ότι απαγορεύεται η μετάδοση δραματοποιημένης αναπαράστασης των ειδήσεων.
14. Επειδή, στην προμνησθείσα υπ’ αριθμ. 118/91/20.4.2000 πράξη του ΕΣΡ εκτίθενται τα εξής: «Κατά την διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της 14ης Φεβρουαρίου 2000, που παρουσιάστηκε από τον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό “S… CHANNEL- N… THΛΕΟΡΑΣΗ” μεταδόθηκε η είδηση της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων προσώπων για «ασέλγεια παρά φύση μεταξύ αρρένων». Συγκεκριμένα, στο επίμαχο δελτίο ειδήσεων και κάτω από τους διαδοχικούς τίτλους «έσκασε σαν βόμβα» και «δίωξη ξανά», μεταδόθηκε η είδηση της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος των τραγουδιστών Δ. Κ, Γ. Μ και Φ για τις αξιόποινες πράξεις της «ασέλγειας παρά φύση μεταξύ αρρένων», της κατοχής, χρήσης και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών καθώς και της «διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας». Η μετάδοση της είδησης αυτής αποτέλεσε αφορμή για την περαιτέρω θεαματοποίηση του ζητήματος με συμμετοχή των εμπλεκομένων προσώπων ή εκπροσώπων τους σε εκτενείς συζητήσεις. Ο παρουσιαστής του επίμαχου δελτίου ειδήσεων Α. Λ. περιορίστηκε στο συντονισμό της συζήτησης μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων, χωρίς μάλιστα να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς το τεκμήριο αθωότητας των φερομένων ως κατηγορουμένων. Η δε μετάδοση της συγκεκριμένης είδησης πραγματοποιήθηκε με εμφανώς θεαματικό και δραματοποιημένο τρόπο. Για τον σκοπό δε αυτό χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από προηγούμενες οπτικοποιημένες παρουσιάσεις μουσικών θεμάτων (video clips) των δύο γνωστών τραγουδιστών Δ.Κ και Γ. Μ, κατά τρόπο ώστε να ενισχύεται η εντύπωση του κοινού περί της ενοχής των φερομένων ως κατηγορουμένων». Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τηλεοπτικός σταθμός της ανώνυμης εταιρείας “S… CHANNEL- N…THΛΕΟΡΑΣΗ” κατά την επίμαχη εκπομπή του προέβη, όπως με σύννομη και επαρκή αιτιολογία έγινε δεκτό και με την προαναφερθείσα πράξη του ΕΣΡ, καθώς τελικά και με την ήδη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, στις εξής δύο παραβάσεις με κίνητρο εμπορικό και με σκοπό την αύξηση της τηλεθέασης: Α) Στην παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού της προσωπικότητας, της τιμής, της υπόληψης και του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου (άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2328/1995) των Δ. Κ, Γ. Μ και Φ, συνισταμένη στο ότι με τον τρόπο με τον οποίο μεταδόθηκε η είδηση , έγινε για λόγους καθαρά εμπορικούς ευθεία αναφορά , παρά την θέληση των εμπλεκομένων , και μάλιστα με τρόπο δραματοποιημένο, σε πράξεις, οι οποίες θίγουν βαθύτατα την υπόληψη, την τιμή και την προσωπικότητά τους εφόσον σχετίζεται με ενέργειες τους, που συνδέονται άμεσα με την ιδιωτική τους ζωή, μερικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί και η ερωτική τους δραστηριότητα, Β) Στην παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας των προαναφερθέντων προσώπων (άρθρ. 10 παρ. 1 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1/1991 του ΕΣΡ), συνισταμένη στην έντονη και υπερβολικά δραματοποιημένη μετάδοση, και μάλιστα παραποιημένη, της προαναφερθείσης είδησης, η οποία δημιούργησε στους τηλεθεατές την εντύπωση ότι οι Δ. Κ, Γ. Μ και Φ είναι ένοχοι διαπράξεως των προαναφερθέντων αδικημάτων. Ειδικότερα, ο εν λόγω τηλεοπτικός σταθμός είχε μεν δυνατότητα να μεταδώσει την είδηση, επί τη βάσει του, συνταγματικώς κατοχυρωμένου (με τα άρθρα 14 παρ. 1 και 2 και 5 παρ. 1 Συντ. πρβλ. ΣΕ 1386/04, 1380/05) δικαιώματος ενεργητικής και παθητικής πληροφορήσεως σχετικά με την δραστηριότητα των κρατικών οργάνων, εν οις και της ασκήσεως ποινικής διώξεως εκ μέρους των αρμοδίων πολιτειακών οργάνων, όφειλε όμως, εν όψει του γεγονότος ότι η ποινική δίωξη ανεφέρετο σε δραστηριότητα εντασσόμενη στον απαραβίαστο πυρήνα της ερωτικής τους ζωής, πρώτον να διευκρινίσει ότι επρόκειτο περί ποινικής διώξεως και όχι περί τελικής καταδικαστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου και, δεύτερον, να μεταδώσει την όλη είδηση με τρόπο απλό και όχι να την παρουσιάσει δραματοποιημένα (πρβλ. ΣτΕ 1380/2005, ΣτΕ1386/2004 επταμελούς συνθέσεως, ΣτΕ 1386/2004, 554/2003, 3545/2002 επταμελούς συνθέσεως).
15. Επειδή, κατόπιν των προαναφερθέντων είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του ΕΣΡ και επιβλήθηκε τελικώς η προσβαλλόμενη κύρωση στην αιτούσα, δεν αιτιολογείται νομίμως καθώς και ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο μη νομίμως έγινε δεκτό ότι υπήρξε παραβίαση της δεοντολογίας που διέπει τους τηλεοπτικούς σταθμούς, διότι η μεταδοθείσα είδηση αποτελούσε ένα πραγματικό γεγονός άξιο μεταδόσεως από δημοσιογραφικής απόψεως, ο δε εκφωνητής δεν υιοθέτησε ο ίδιος ρητώς τις απόψεις περί ενοχής των προαναφερομένων προσώπων. Κατά το μέρος δε που με τον λόγο αυτό αμφισβητείται η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του ΕΣΡ ότι η παρουσίαση της σχετικής ειδήσεως υπήρξε υπερβολικά δραματοποιημένη, ο λόγος είναι απαράδεκτος.
16. Επειδή, προβάλλεται ότι το «ρεπορτάζ», που μεταδόθηκε στα πλαίσια της επίμαχης τηλεοπτικής εκπομπής είχε διαλεκτική μορφή καθώς στις περιπτώσεις δύο εκ των θιγομένων προσώπων, και συγκεκριμένα στην περίπτωση των Δ. Κ και Φ, δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσουν. Εφ’ όσον όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώθηκε ότι με την επίμαχη εκπομπή του ο τηλεοπτικός σταθμός της αιτούσης παραβίασε κανόνες δεοντολογίας και συγκεκριμένα την υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας, της τιμής, της υπόληψης του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και του τεκμηρίου αθωότητας των Δ. Κ, Γ. Μ και Φ, ουδεμία ασκεί κατά το νόμο επιρροή το γεγονός, ότι αφού πρώτα μεταδόθηκε το επίμεμπτο «ρεπορτάζ», χωρίς τη συναίνεση των προσώπων τα οποία αυτό αφορούσε, ακούστηκε εκ των υστέρων η άποψή τους επί των συναφών γεγονότων (πρβλ. ΣτΕ 1380/2005 επταμελούς συνθέσεως) .
17. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει στην αιτούσα εταιρεία ως δικαστική δαπάνη του Δημοσίου το ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2012