Αριθμός 1672/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς, Σύμβουλοι, Α. – Μ. Παπαδημητρίου, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη.
Για να δικάσει την από 30 Απριλίου 2008 αίτηση:
της Αικατερίνης Πηλιχού – Νταλέ, κατοίκου Αλιβερίου Χαλκίδας, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ε. Παπαδάκη (Α.Μ. 8169), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Γ. Αλεβίζο (Α.Μ. 14437), που τον διόρισε με πληρεξούσιο ο Διοικητής του.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Φ00/13166/6/24.1.2008 απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Γ. Ζιάμου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (4285050, 3228684/2008 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της Φ00/13166/6/24.1.2008 αποφάσεως του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Γ΄ 87/2008), με την οποία απολύθηκε από την υπηρεσία η αιτούσα, υπάλληλος με βαθμό Α/ΔΕ-ΔΓ, λόγω μη εκδικάσεως της προσφυγής της κατά της 33/8-12-2005 αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως, εντός της προθεσμίας των έξι μηνών από την ημερομηνία καταθέσεως αυτής (6.7.2007), την οποία ορίζει η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά πράξεως απολύσεως υπαλλήλου και είναι συναφής με την με αριθ. καταθ. 4639/2007 προσφυγή που ασκήθηκε από την ίδια υπάλληλο κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου που της επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσεως. Συνεπώς, η εκδίκασή της ανήκει, σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παρ. 2 με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του ιδίου τελευταίου νόμου, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφ’ όσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση, ούτε να υποβιβασθούν ή παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος, ορίζει”.
5. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 142 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» (Α΄ 26), ορίζει τα εξής: «1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. 2. … 3. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου. 4. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο δύνανται με απόφασή τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγηση της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει. 5. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την άσκησή της, άλλως η πειθαρχική απόφαση εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 144 του παρόντος. 6. …».
6. Επειδή, η πρόβλεψη από τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν επιβάλλει ταυτόχρονα την υποχρέωση αναβολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί παύσεως ή υποβιβασμού. Ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να θεσπίσει ή μη μια τέτοια αναβολή, καθώς και το μέτρο της οριστικής απολύσεως υπαλλήλου στον οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσεως, ακόμα και σε χρόνο κατά τον οποίο διαρκεί ακόμα η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής ή εκκρεμεί η ασκηθείσα προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης περί επιβολής ποινής προσωρινής ή οριστικής παύσης ή υποβιβασμού όταν η κατ’ αυτής προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκδικασθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άσκησή της, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, καθώς και των παρέδρων, η χορηγούμενη από τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 εδ. γ΄ του Συντάγματος δυνατότητα ασκήσεως ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως συλλογικού οργάνου με την οποία ορισμένος υπάλληλος κρίνεται ως απολυτέος από την υπηρεσία είτε για πειθαρχικούς λόγους είτε για λόγους ακαταλληλότητας, όπως είναι και η περίπτωση κρίσεως του ως μη μονιμοποιητέου, ενέχει και την υποχρέωση διατηρήσεως του υπαλλήλου στην υπηρεσία είτε μέχρι του χρόνου κατά τον οποίο παρέρχεται άκαρπη η από το νόμο τασσόμενη για την άσκηση της προσφυγής προθεσμία, είτε μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η διαληφθείσα ουσιαστική προσφυγή, εφόσον ασκηθεί εμπροθέσμως. Και ναι μεν ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει, για το εν λόγω χρονικό διάστημα, τη θέση του υπαλλήλου σε ειδική κατάσταση, συνεπαγόμενη χάριν του δημοσίου συμφέροντος την μη ενεργό άσκηση των καθηκόντων του, όπως είναι η θέση σε διαθεσιμότητα ή προσωρινή αργία, αναλόγως και της αιτίας λόγω της οποίας κινήθηκε η διαδικασία απομακρύνσεως από την υπηρεσία, δεν είναι όμως συνταγματικώς επιτρεπτό να εξισούται η θέση αυτή σε ειδική κατάσταση πλήρως κατά τα αποτελέσματά της τόσο από απόψεως υπηρεσιακής θέσεως, όσο και λήψεως αποδοχών, ή άλλων ωφελημάτων, προς την οριστική παύση, η οποία, όπως αναφέρθηκε, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της παρόδου απράκτου της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή της απορρίψεως της τελευταίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 2649/1987 Ολομ.). Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη του Συντάγματος και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την 33/8-12-2005 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, της χρησιμοποιήσεως της υπαλληλικής ιδιότητας προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της ίδιας ή τρίτων και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα άσκησε την από 5.7.2007 (αριθ. καταθ. 4639/6.7.2007) προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενόψει της άκαρπης παρέλευσης της προθεσμίας του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 για την εκδίκαση της εν λόγω προσφυγής από το Συμβούλιο της Επικρατείας ο Διοικητής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εξέδωσε την προσβαλλόμενη Φ00/13166/6/24.1.2008 (Γ΄ 87/2008) πράξη, με την οποία απέλυσε την αιτούσα από την υπηρεσία. Σύμφωνα με την ανωτέρω αναπτυχθείσα γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και, συνακόλουθα, νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση απόφαση, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανακύπτοντος ζητήματος της συνταγματικότητας της προαναφερθείσας διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 142 του Ν. 3528/2007, το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/89 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί στην 7μελή σύνθεση αυτού.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος και
Ορίζει δικάσιμο για τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον αυτής, την 6.6.2013 και εισηγητή τον Πάρεδρο Γ. Ζιάμο.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2011, στις 6 Φεβρουαρίου και στις 18 Απριλίου 2013
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
Αικ. Συγγούνα Δ. Τετράδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2013.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Αικ. Συγγούνα Ν. Βασιλόπουλος