ΙΚΑ και διοικητική εκτέλεση. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσία βάσιμο της απαιτήσεως, αν ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης. Δεν επιτρέπεται η σύνταξη κατάστασης οφειλέτη και η έκδοση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής, στην περίπτωση που δεν έχει εγκύρως κοινοποιηθεί η ΠΕΕ στον οφειλέτη. Αν ασκηθεί ένσταση, δεν αναστέλλεται μεν η εγγραφή του οφειλέτη στην οικεία κατάσταση του ΙΚΑ, αναστέλλεται όμως η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ορθά κρίθηκε ότι ήταν μη νόμιμες οι ταμειακές βεβαιώσεις και η αποστολή ατομικής ειδοποιήσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση |(επικυρώνει την αριθ. 1153/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά)
Αριθμός 2809/2010
ΙΚΑ και διοικητική εκτέλεση. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσία βάσιμο της απαιτήσεως, αν ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης. Δεν επιτρέπεται η σύνταξη κατάστασης οφειλέτη και η έκδοση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής, στην περίπτωση που δεν έχει εγκύρως κοινοποιηθεί η ΠΕΕ στον οφειλέτη. Αν ασκηθεί ένσταση, δεν αναστέλλεται μεν η εγγραφή του οφειλέτη στην οικεία κατάσταση του ΙΚΑ, αναστέλλεται όμως η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ορθά κρίθηκε ότι ήταν μη νόμιμες οι ταμειακές βεβαιώσεις και η αποστολή ατομικής ειδοποιήσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση |(επικυρώνει την αριθ. 1153/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά)
Αριθμός 2809/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαΐου 2010, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σ. Παραμυθιώτης, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος.
Για να δικάσει την από 16 Οκτωβρίου 2002 αίτηση: του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αγίου Κωνσταντίνου 8, το οποίο παρέστη με τον Σπύρο Μαυρογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “……………….”, που εδρεύει στο Φάληρο Αττικής, οδός ………… αριθ. ….., η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον ν.π.δ.δ. επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1153/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Παπαδοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ., ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η αναίρεση της 1153/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 249/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση, έγινε δεκτή ανακοπή της αναιρεσίβλητης εταιρίας και ακυρώθηκαν οι ταμειακές βεβαιώσεις, με τις οποίες είχε βεβαιωθεί σε βάρος της το ποσό των 17.461.596 δραχμών, οφειλόμενο από ασφαλιστικές εισφορές και πρόσθετες επιβαρύνσεις.
2. Επειδή, στο άρθρο 217 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) . . .», ενώ στο άρθρο 224 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. . . . 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητος προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. . . .». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α 90) ορίζεται ότι: «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους είχε ανατεθεί η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου . . . 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται . . .».
Εξ άλλου, στο άρθρο 26 παρ. 1 του ΑΝ 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α 179) ορίζεται ότι: «Δια την καταβολήν των εισφορών των ησφαλισμένων ευθύνεται επί παρεχόντων εξηρτημένην εργασίαν ο εργοδότης . . .», ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 3 και 4 του ίδιου ως άνω Α.Ν. οι απαιτήσεις του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων από καθυστερούμενες εισφορές εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, τίτλοι δε για τη βεβαίωση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών είναι οι καταστάσεις οφειλετών.
Περαιτέρω, ο Κανονισμός Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (ΑΥΕ 55575/Ι 1479/18.11.1965, ΦΕΚ Β΄ 816) ορίζει στο άρθρο 14 ότι: «1. Προς βεβαίωσιν της καταβολής των εισφορών το ΄Ιδρυμα εκδίδει ένσημα, άτινα επικολλώνται επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων υπό του εργοδότου . . . 5. Ο εργοδότης υποχρεούται όπως επικολλά τα αναλογούντα ένσημα επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων των ησφαλισμένων . . .», στο άρθρο 26 ότι: «1. Ενεργουμένου ελέγχου παρ’ εργοδόταις, οίτινες επικολλούν οι ίδιοι τα ένσημα επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων των παρ’ αυτοίς απασχολουμένων (άρθρο 14), εάν ο επί του ελέγχου υπάλληλος πείθεται εκ της εξετάσεως των μισθολογίων και των ασφαλιστικών βιβλιαρίων και εν γένει εκ της επιτοπίου ερεύνης, ότι ο εργοδότης κατά την καταβολήν των μισθών ή, πάντως, καθ’ ον χρόνον έδει να ενεργηθή η καταβολή, δεν επεκόλλησε παντάπασιν ένσημα επί των ασφαλιστικών βιβλιαρίων των ησφαλισμένων είτε είναι ούτοι εγγεγραμμένοι εν τω μισθολογίω, είτε μη, ή επεκόλλησε τοιαύτα αξίας μικροτέρας της κανονικής, καλεί τούτον όπως επικολλήση τα ελλείποντα ένσημα, συνάμα δε όπως καταβάλη και το πρόσθετον τέλος, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις επιβολής τοιούτου . . . 3. Εάν ο εργοδότης αδυνατή ή αρνήται να επικολλήση τα ελλείποντα ένσημα, ο επί του ελέγχου υπάλληλος συντάσσει πράξιν επιβολής εισφορών, καλεί δε τούτον διά της αυτής πράξεως όπως καταβάλη εις το ΄Ιδρυμα εντός προθεσμίας τριών ημερών την αξίαν των ενσήμων μετά του προσθέτου τέλους . . .», στο άρθρο 28 ότι: «Η παρακολούθησις της συμμορφώσεως του εργοδότου προς την κατά την παρ. 3 του άρθρου 26 πρόσκλησιν περί καταβολής της οφειλής εντός της τριημέρου προθεσμίας γίνεται υπό της υπηρεσίας, ήτις καταχωρεί εις την ατομικήν καρτέλλαν καθυστερήσεων του εργοδότου τα στοιχεία της πράξεως επιβολής εισφορών και το ποσόν της οφειλής και ενεργεί τα κατωτέρω εν άρθρω 107 και εφεξής οριζόμενα», στο άρθρο 107 παρ. 1 ότι: «Παρ’ εκάστω Υποκαταστήματι τηρείται Ημερολόγιον Καθυστερήσεων εν ω καταχωρούνται αι εξ εισφορών ή προσθέτων τελών οφειλαί των εργοδοτών, αι βεβαιούμεναι υπό των επί του ελέγχου ή υπό ετέρων αρμοδίων οργάνων», στο άρθρο 108 παρ. 1 ότι: «Επί τη βάσει των περιεχομένων εις το κατά το προηγούμενον άρθρον βιβλίον στοιχείων, συντάσσονται αι επέχουσαι θέσιν τίτλου καταστάσεις οφειλετών, αίτινες, υπογραφόμεναι υπό του Διευθυντού του Υποκαταστήματος, αποστέλλονται εις τον Δημόσιον Ταμίαν ΙΚΑ ή τον Διευθυντήν της Ταμειακής Υπηρεσίας του Υποκαταστήματος ΙΚΑ προς είσπραξιν κατά τας διατάξεις του Νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων . . .», στο άρθρο 119 παρ. 1 ότι ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος είναι αρμόδιος να αποφασίζει ιδίως επί υποθέσεων που αφορούν τον καταλογισμό μη καταβληθεισών ή ελλιπώς καταβληθεισών εισφορών (περ. δ) και την επιβολή προσθέτων τελών για καθυστερούμενες εισφορές (περ. ε) και στο άρθρο 120 ότι: «1. Εν περιπτώσει αμφισβητήσεων γεννωμένων εξ αποφάσεως Διευθυντού Υποκαταστήματος επί θέματος εκ των εν τω προηγουμένω άρθρω περιλαμβανομένων και υποβολής της υπό της παρ. 2 στοιχ. ζ του άρθρου 7 του ν.δ. 3710/1957 προβλεπομένης ενστάσεως, επιλαμβάνεται του ελέγχου της ορθότητος της αμφισβητουμένης αποφάσεως η Τοπική Διοικητική Επιτροπή. 2. Η ένστασις υποβάλλεται εντός τριάκοντα ημερών από της κοινοποιήσεως της καθ’ ης αύτη αποφάσεως του Διευθυντού του Υποκαταστήματος. 3. . . . 4. Η ένστασις δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν, η δε επ’ αυτής εκδιδομένη απόφασις έχει αναδρομικήν δύναμιν, εφ’ όσον είναι ευνοϊκωτέρα δια τον ενιστάμενον».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 64 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, «Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, β) . . ., ενώ στη διάταξη του άρθρου 63 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. . . . 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου οργάνου και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή . . . 4. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας, απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής».
Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του ν. 2556/1997 (Α 270) ορίζεται ότι: «Η υποβολή ένστασης ενώπιον του αρμοδίου κατά νόμο οργάνου κατά καταλογιστικής πράξης του ΙΚΑ με την οποία προσδιορίζονται απαιτήσεις αυτού από οποιαδήποτε αιτία ή απαιτήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών, ταμείων κ.λπ., για λογαριασμό των οποίων εισπράττει τις εισφορές τους, δεν αναστέλλει την ταμειακή βεβαίωση της απαίτησης και τη διενέργεια πράξεων διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) ή άλλους νόμους, εκτός αν καταβληθεί το πενήντα τοις εκατό (50%) της κύριας οφειλής μετά των αναλογούντων σε αυτή κατά την ημερομηνία της καταβολής πρόσθετων τελών».
3.Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, κατά το άρθρο 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν μπορεί να εξετάσει λόγο ανακοπής που αμφισβητεί το κατ’ ουσία βάσιμο της απαιτήσεως του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση στην περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Περαιτέρω, κατά της πράξης επιβολής εισφορών και προσθέτου τέλους σε βάρος οφειλέτου του ΙΚΑ, δύναται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, μετά την εξάντληση της προβλεπομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας, ενώ, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 2281/2000 Ολομ.), δεν επιτρέπεται ούτε η σύνταξη κατάστασης οφειλέτη, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο είσπραξης της προερχομένης από την ανωτέρω αιτία οφειλής, ούτε η έκδοση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής αυτής, μη υφισταμένου, συνεπώς, σταδίου έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην περίπτωση που δεν έχει εγκύρως κοινοποιηθεί η πράξη επιβολής εισφορών και προσθέτου τέλους στον οφειλέτη του ΙΚΑ, με την οποία, μάλιστα, πρέπει να γίνεται ενημέρωση για τη δυνατότητα άσκησης της προαναφερθείσας ενδικοφανούς προσφυγής και για τις συνέπειες από την τυχόν παράλειψη ασκήσεώς της.
Εξ άλλου, στην περίπτωση που, μετά την άσκηση ένστασης από τον οφειλέτη του ΙΚΑ κατά των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεων, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διοικητική διαδικασία, είτε με την έκδοση απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής, επί της κατά τα ανωτέρω ένστασης, είτε με την πάροδο απράκτου της προθεσμίας εντός της οποίας οφείλει να αποφανθεί η Τοπική Διοικητική Επιτροπή, δεν αναστέλλεται μεν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, η εγγραφή του οφειλέτη του ΙΚΑ στην κατάσταση οφειλετών του Ιδρύματος, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 108 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού, αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό ευρεία έννοια για τη βεβαίωση και είσπραξη των απαιτήσεων του ΙΚΑ από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές, πλην όμως αναστέλλεται η ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων, και, συνεπώς, αναστέλλεται και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη του ΙΚΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, στα οποία περιλαμβάνεται και η αποστολή σε αυτόν ατομικής ειδοποιήσεως, που αποτελεί την πράξη ενάρξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία καλείται να καταβάλει την οφειλή του. (ΣτΕ 2982/07 7μελ., 3059/08, 3084/09 κα).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με τις υπ’ αριθμ. 213424, 213525, 213526 και 214477/99 πράξεις επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.) και τις υπ’ αριθ. 9912 και 9945/99 πράξεις επιβολής πρόσθετων εισφορών (Π.Ε.Π.Ε.Ε.) του Δ/ντη του Υποκαταστήματος Πειραιώς του αναιρεσείοντος Ταμείου, επεβλήθησαν εις βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας ασφαλιστικές εισφορές και εισφορές πρόσθετης επιβάρυνσης, συνολικού ποσού 17.461.596 δραχμών. Κατά των εν λόγω πράξεων ασκήθηκαν εμπροθέσμως, εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, οι, από 13.4.00, ενστάσεις ενώπιον της οικείας Τ.Δ.Ε., επί των οποίων όμως δεν εκδόθηκε απόφαση. Στη συνέχεια και εν όψει του ότι, η αναιρεσίβλητη δεν κατέβαλε το 50% των επιβληθεισών εισφορών, μετά των αναλογούντων προσθέτων τελών, το αναιρεσείον Ταμείο προέβη, με τις 559/99 (2), 557/99 (3) και 70/99 ταμειακές βεβαιώσεις του Διευθυντή του Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων Ι.Κ.Α., Πειραιώς, στην βεβαίωσή του αυτή, με την 1659/00 ατομική ειδοποίηση του ως άνω Διευθυντή, να καταβάλει. Κατά των ανωτέρω πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως η ήδη αναιρεσίβλητη εταιρία άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία έγινε δεκτή με την 249/2001 απόφαση, με τη σκέψη ότι η εγγραφή της εταιρίας στις καταστάσεις οφειλετών του ΙΚΑ ήταν μη νόμιμη, διότι διενεργήθηκε πρό της εκδόσεως αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ επί της ενστάσεως που άσκησε αυτή κατά των προαναφερθεισών καταλογιστικών πράξεων, ήτοι πρό της διοικητικής οριστικοποιήσεως της οφειλής και, συνεπώς, οι ανωτέρω πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως ήσαν μη νόμιμες, ως ερειδόμενες επί μη νομίμου τίτλου. Έφεση του ΙΚΑ κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αναιρεσίβλητη εταιρία είχε ασκήσει κατά των ως άνω πράξεων ένσταση ενώπιον της Τ.Δ.Ε., δεν μπορούσε να διενεργηθεί ταμειακή βεβαίωση των καταλογισθέντων με αυτές ποσών μέχρι να εκδοθεί από την εν λόγω Επιτροπή απόφαση επί των ενστάσεων αυτών.
5. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, νομίμως, απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η έφεση του αναιρεσείοντος ΙΚΑ, καθόσον, τόσο η έκδοση των πράξεων με τις οποίες βεβαιώθηκε ταμειακώς η οφειλή της αναιρεσίβλητης εταιρίας προς το ΙΚΑ, όσο και η αποστολή σε αυτήν ατομικής ειδοποιήσεως με την οποία εκλήθη να καταβάλει την οφειλή , ήσαν μη νόμιμες, λόγω της ανασταλτικής δύναμης, η οποία απέρρεε από την προαναφερθείσα ένσταση που είχε ασκήσει η εταιρία ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ και η οποία, υπό τα ως άνω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, εμπόδιζε την έκδοση των ανωτέρω πράξεων. Επομένως τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της (βλ. ΣτΕ 3328/08 , 3084/09 κα ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2010
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας Θ. Παπαευαγγέλου Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Σεπτεμβρίου 2010.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος Θ. Παπαευαγγέλου Β. Ραφαηλάκη Α.Σ.