ΣτΕ 2852/12, Α τμ. 7μ. παρ.Ολομ., Αστική ευθύνη του δημοσίου απο παράνομες πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, παράνομη παραγγελία εισαγγελέα για κατάσχεση οικολογικών προιόντων κάναβης ΔΕΝ ΓΕΝΝΑ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ (μειοψ.)

ΣΤΕ

Κ.Ε.
 
 
-1-
Αριθμός  2852/2012
 
 

 
 
 

 
Αριθμός 2852/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Αναπληρωτής Πρόεδρος, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Ε. Δανδουλάκη, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.
Α. Για να δικάσει την από 18 Μαΐου 2005 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Κωνσταντίνου Μάντζιου, κατοίκου Λάρισας (28ης Οκτωβρίου 19), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση, νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.
Β. Για να δικάσει την από 10 Μαΐου 2005 αίτηση:
του Κωνσταντίνου Μάντζιου, κατοίκου Λάρισας (28ης Οκτωβρίου 19), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση, νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με τις αιτήσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο και ο αναιρεσείων επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 42/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Σ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε: Α) τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και Β) τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την πρώτη από τις υπό κρίση αιτήσεις, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά τον νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 42/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Με την απόφαση αυτή εξαφανίσθηκε, κατ’ αποδοχή εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, η 529/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας και, στην συνέχεια, κατά μερική αποδοχή αγωγής του αναιρεσιβλήτου, υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να του καταβάλει ποσό 14.673, 51 ευρώ προς αποκατάσταση ζημίας που είχε υποστεί από την σφράγιση καταστήματος πωλήσεως ειδών ενδύσεως και ατομικής χρήσεως από κάνναβη και την κατάσχεση των σχετικών εμπορευμάτων. Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή του αναιρεσιβλήτου είχε απορριφθεί.
2. Επειδή, με την δεύτερη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμούς 1629859 και 1629794-5, σειράς Α, ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της ίδιας αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που η αγωγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε.
3. Επειδή, νομίμως επαναλήφθηκε η συζήτηση των υποθέσεων μετά τις από 19.11.2009 νέες πράξεις του Αναπληρωτή Προέδρου του Α΄ Τμήματος, που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και το άρθρο 11 παρ. 8 του ν. 2145/1993, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2207/1994 (Α΄ 65), ως εκ της μη ολοκληρώσεως της διασκέψεως επί των υποθέσεων αυτών λόγω αποχωρήσεως από την υπηρεσία του προεδρεύσαντος κατά την αρχική συζήτηση (1.6.2009) Προέδρου του Τμήματος.
4. Επειδή, οι αιτήσεις αυτές είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν, ασκήθηκαν εν γένει παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέες.
5. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Η διάταξη αυτή, παρά την ευρεία διατύπωσή της, αναφερόμενη σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων. Για την νομιμότητα των πράξεων αυτών (αποφάσεων και λοιπών δικαστικών πράξεων), κατ’ επιταγή του Συντάγματος που προκύπτει από την οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς την φύση των αναφυόμενων δικαστικών διαφορών (άρθρα 93, 94, 96), ο νόμος καθιερώνει συγκεκριμένο σύστημα ελέγχου στους κόλπους των ιδιαιτέρων κλάδων της απονομής της δικαιοσύνης. Οι πράξεις, επομένως, αυτές ελέγχονται υποχρεωτικώς, κατά το Σύνταγμα, από δικαστικά όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και κατά ορισμένη διαδικασία, δεν καταλείπεται δε έδαφος παρεμπίπτοντος ελέγχου τους από διοικητικό δικαστήριο αρμόδιο να αποφαίνεται για την κατ’ άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ ευθύνη του Δημοσίου. Ειδικότερα, δεν υπόκεινται σε τέτοιο παρεμπίπτοντα έλεγχο πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις ποινικού δικαστηρίου, ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), ενταγμένου στην διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, (πρβ ΣτΕ 2574/2006 επτ.). Ως όργανα δε ενταγμένα στην διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης νοούνται και οι αστυνομικοί υπάλληλοι όταν ενεργούν υπό την εποπτεία ή κατόπιν εντολών εισαγγελικού λειτουργού. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από ποινική δίωξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕΙΣΝΑΚ.
Περαιτέρω, κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Ελ. Δανδουλάκη και Σπ. Μαρκάτη, από την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, στην οποία θεμελιώνεται η αστική ευθύνη του Δημοσίου (ΣτΕ 980/2002), επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, και τους όρους υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων ενταγμένων στην διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, πέραν της από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος προβλεπομένης περιπτώσεως αποζημιώσεως των αδίκως προφυλακισθέντων ή καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους. Και τούτο, διότι το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, καθιερώνοντας την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, πλέον της συνήθους, που οποιοσδήποτε υφίσταται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, και, ως εκ τούτου, επιβάλλει στο Δημόσιο την υποχρέωση να αποκαθιστά την ζημία που προκλήθηκε από ποινική δίωξη, η οποία κρίθηκε μη νόμιμη με αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Επιβάλλει, δηλαδή, την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που προκλήθηκε από την δράση των ενταγμένων στην διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης οργάνων, όταν εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι τα όργανα αυτά κατά την εκτέλεση της αποστολής τους για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης χάριν του καλού του κοινωνικού συνόλου εσφαλμένως εκτίμησαν ως ποινικώς κολάσιμη ανθρώπινη ενέργεια ή συμπεριφορά. Μειοψήφησε ο προεδρεύων Αντιπρόεδρος Α. Ράντος, ο οποίος διατύπωσε την γνώμη ότι, εφ’ όσον το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν διακρίνει, αυτό εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις παρανόμων πράξεων κατά την άσκηση της δικαστικής εξουσίας, αποδιδομένων σε όργανα εντεταγμένα στην εξουσία αυτή. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή όχι μόνον δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις αλλά εναρμονίζεται, κατά τα εκτεθέντα στην αμέσως ανωτέρω γνώμη, με τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες, έστω και προσωρινά, μέχρι δηλαδή να ενεργήσει οι κοινός νομοθέτης, κατά τα ομοίως εκτιθέμενα στην αυτή γνώμη, ζημίες που τυχόν υφίσταται ο πολίτης από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Ειδικότερα, η εκδοχή αυτή δεν αντίκειται στους ορισμούς του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι με αυτό ρυθμίζεται, και περιοριστικώς οριοθετείται, στο πλαίσιο της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους, η προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών προς αποζημίωση, που είναι, όμως, διαφορετική από την γενική έναντι των πολιτών αστική ευθύνη του Δημοσίου. Είναι ομοίως άσχετος με το προκείμενο ζήτημα ο κατά κλάδο από ανώτερα δικαστήρια, οργανωμένος έλεγχος της ορθότητος των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων, διότι ο έλεγχος αυτός, που, άλλωστε, δεν καλύπτει αποφάσεις και πράξεις των δικαστηρίων που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό, αποσκοπεί αποκλειστικά στην άρση σφαλμάτων των αποφάσεων αυτών, χωρίς να καλύπτεται και το διαφορετικό ζήτημα της παράνομης προκλήσεως ζημίας από αυτές. Η λύση, εξ άλλου, αυτή στοιχεί και προς τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (C-224/01, Köbler, απόφαση της 30-11-2003, C-173/03, Traghetti del Mediterraneo, απόφαση της 13-6-2006) επί του εντελώς συναφούς ζητήματος της ευθύνης του Κράτους έναντι των πολιτών προς αποζημίωσή τους από δικαστικές αποφάσεις, που εκδίδονται κατά παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, στις 21.9.1998 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος εκπρόσωποι των Υπουργείων Υγείας και Πρόνοιας, Αναπτύξεως, Δημοσίας Τάξεως και Οικονομικών καθώς και εκπρόσωποι του Ε.Ο.Φ. και του Ο.Κ.Α.Ν.Α. και η οποία είχε ως αντικείμενο τον συντονισμό των δημοσίων υπηρεσιών για την αντιμετώπιση του προβλήματος της εισαγωγής και κυκλοφορίας στην Ελλάδα προϊόντων που περιείχαν συστατικά από κάνναβη και έφεραν ενδείξεις με τις οποίες προβαλλόταν η κάνναβη κατά τρόπο έντονο, όπως απεικόνιση φύλλου κάνναβης στην συσκευασία τους. Στην σύσκεψη αυτή επισημάνθηκε ότι, καθ’ όσον το ποσοστό της περιεχόμενης στα προϊόντα αυτά ναρκωτικής ουσίας τετραϋδροκανναβινόλης ήταν αμελητέο, το πρόβλημα αφορούσε την διαφήμιση της κάνναβης μέσω των προϊόντων αυτών και ότι η εισαγωγή και το εμπόριο τέτοιων προϊόντων συνιστούσε πρόκληση και παρακίνηση για χρήση και διαφήμιση ναρκωτικών κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1729/1987. Για τους λόγους αυτούς αποφασίσθηκε ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν έπρεπε να φέρουν, κατά την εισαγωγή και κυκλοφορία τους στην Ελλάδα, ενδείξεις σχετικές με το φυτό της κάνναβης και ονομασία ίδια ή παραπλήσια, ανεξαρτήτως αν ανιχνευόταν σ’αυτά η ως άνω ναρκωτική ουσία. Στην συνέχεια, η Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως απέστειλε στις Διευθύνσεις Ασφαλείας Αττικής και Θεσσαλονίκης και στις Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών το από 12.10.1998 έγγραφο, με το οποίο ζητούσε την διενέργεια εκτεταμένων ελέγχων σε καταστήματα που διαθέτουν στην αγορά προϊόντα κάνναβης και την εφαρμογή των οριζομένων στα άρθρα 4 και 9 του ν. 1729/1987. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονταν συγκεκριμένα προϊόντα κάνναβης που εμφανίσθηκαν στην ελληνική αγορά (μπύρες, αναψυκτικά, καλλυντικά, απορρυπαντικά, τσίχλες, κλπ) και έφεραν, ως λογότυπο, πεντάφυλλο ή επτάφυλλο μίσχο κάνναβης και εκφράσεις που παρακινούσαν στην χρήση της κάνναβης και την εξοικείωση με αυτήν. Περαιτέρω, με το από 9.11.1998 έγγραφο της ίδιας ως άνω υπηρεσίας με τους ίδιους αποδέκτες αναφερόταν ότι τα άρθρα 5 και 9 του ν. 1729/1987 παραβιάζονταν σε περίπτωση που το λογότυπο της κάνναβης ήταν τυπωμένο στο εξωτερικό μέρος των ειδών ενδύσεως και των συσκευασιών των προϊόντων, ενδεχομένως δε παραβιάζονταν και από μόνη την ονομασία των καταστημάτων στα οποία πωλούνταν τα προϊόντα αυτά (“KANNABISHOP», “KANNABIS GALLERY”). Κατόπιν τούτων, ύστερα από την Γ98/319α/26.10.1998 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας και στο πλαίσιο ένορκης προανακρίσεως για παράβαση του ν. 1729/1987, αστυνομικά όργανα του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών διενήργησαν, στις 3.11.1998, έρευνα στο εμπορικό κατάστημα με τον τίτλο KANNABISHOP που διατηρούσε από 24.10.1998 ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων στην Λάρισα και διαπίστωσαν ότι στο κατάστημα αυτό πωλούνταν διάφορα είδη ενδύσεως και ατομικής χρήσεως τα οποία ήταν κατασκευασμένα από κάνναβη κα έφεραν τυπωμένη απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης. Θεωρώντας δε ότι ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων, εμπορευόμενος τα προϊόντα αυτά, διαφήμιζε την χρήση ναρκωτικών κατά παράβαση των άρθρων 5 και 9 του ν. 1729/1987 τον συνέλαβαν και κατέσχεσαν τα εμπορεύματα. Με βάση την σχετική αναφορά των αστυνομικών οργάνων ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή, διώχθηκε ποινικώς για συντέλεση στην διάδοση της χρήσεως ναρκωτικής ουσίας και για πρόκληση σε χρήση και διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικής ουσίας κατά σύστημα με σκοπό το κέρδος και κατέβαλε χρηματική εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος. Με την 326/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος των κατηγοριών που του είχαν αποδοθεί, με την αιτιολογία ότι ο διακριτικός τίτλος KANNABISHOP και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους, με την ίδια δε απόφαση διατάχθηκε η απόδοση σ’ αυτόν των εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί.
Με την από 11.10.1999 αγωγή του ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση η οποία ελήφθη κατά την διυπουργική σύσκεψη της 21.9.1998, οι ενέργειες των οργάνων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως για την πραγμάτωσή της, η κατάσχεση των εμπορευμάτων και η σύλληψή του ήταν παράνομες, ως αντικείμενες στην κοινοτική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και στο πλέγμα των κοινοτικών κανονισμών που αφορούσαν την καλλιέργεια και την επιδότηση της κάνναβης, ότι παραβίαζαν τις ίδιες τις διατάξεις του ν. 1729/1987, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία τους θεωρήθηκε ότι η πώληση ειδών κάνναβης συνιστούσε ποινικό αδίκημα, και ότι ήταν αντίθετες στα άρθρα 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 57 του Αστικού Κώδικα, διότι πρόσβαλαν την οικονομική του ελευθερία καθώς και την τιμή και την προσωπικότητά του. Για τους λόγους αυτούς, ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει α) ποσό 11.942,77 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αξία των εμπορευμάτων τα οποία κατασχέθηκαν και τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς λόγω των συνθηκών πλημμελούς φυλάξεώς τους επί ένα έτος, καθώς και στην αξία της γυάλινης ταμπέλας του καταστήματός του που επίσης είχε κατασχεθεί, β) ποσό 3.418,96 ευρώ που αντιστοιχούσε στις δαπάνες διαφημίσεως της επιχειρήσεώς του που δεν αξιοποιήθηκε αφού οι προαναφερόμενες ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου έλαβαν χώρα στις πρώτες ημέρες λειτουργίας του καταστήματός του, γ) ποσό 11.409,37 ευρώ που αντιστοιχούσε στις δαπάνες διαμορφώσεως του χώρου του, δ) ποσό 26.260, 87 ευρώ που αντιστοιχούσε στα διαφυγόντα κέρδη για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του καταστήματος (24.10.1998-10.9.1999), ε) ποσό 34.629,49 ευρώ που αντιστοιχούσε στο ποσό που είχε καταβάλει στον εισαγωγέα των εμπορευμάτων προκειμένου να αναλάβει την αντιπροσωπεία του στην Θεσσαλία και, τέλος, στ) ποσό 88.041 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της συλλήψεώς του ως εγκληματία.
Προς αντίκρουση της αγωγής το Δημόσιο υποστήριξε ότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων εντάσσονταν στο πλαίσιο της προλήψεως και της καταστολής του εγκλήματος, που αποτελούν την ειδικότερη αποστολή και το καθήκον των αστυνομικών αρχών, και ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά και ότι, και αν ακόμη κρίνονταν παράνομες, δεν συνεπάγονταν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ, διότι αφ’ ενός η παραβιασθείσα διάταξη σκοπούσε αποκλειστικά στην προστασία του γενικού συμφέροντος και αφ’ ετέρου οι ενέργειες αυτές έλαβαν χώρα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας. Το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι τόσο οι αποφάσεις των δημοσίων αρχών κατά την διυπουργική σύσκεψη όσο και οι κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ενέργειες των αστυνομικών οργάνων του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών Λάρισας ήταν νόμιμες, εντασσόμενες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους για την αποσόβηση κινδύνου της δημοσίας τάξεως, ασφάλειας και υγείας του κοινού. Αντιθέτως, με την προσβαλλόμενη απόφαση το διοικητικό εφετείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο-αναιρεσείοντα μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους14.673,51 δραχμών, αφού προηγουμένως δέχθηκε την έφεσή του κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Για την στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς του εγκλήματος της συντελέσεως στην διάδοση ναρκωτικών ουσιών καθώς και της προκλήσεως στην χρήση και της διαφημίσεως της χρήσεως ναρκωτικών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του ν. 1729/1987, απαιτείται να αποδεικνύεται, στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, ότι υφίσταται ναρκωτική ουσία, κατά την νομική της έννοια, περαιτέρω δε, να αποτυπώνεται, με τις σχετικές ενέργειες του φερόμενου ως δράστη, μήνυμα αυτοτελώς υπέρ των ναρκωτικών, οι δε σχετικές ενδείξεις να είναι πρόσφορες στο να εμφανίσουν ως ελκυστική, όχι την αγορά των πωλουμένων ειδών, αλλά την χρήση ναρκωτικών ουσιών. Συνεπώς, μη νομίμως τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών Λάρισας, στο πλαίσιο προανακρίσεως για παράβαση των διατάξεων του ν. 1729/1987, συνέλαβαν τον αναιρεσίβλητο – αναιρεσείοντα και κατέσχεσαν τα εμπορεύματα του καταστήματός του, εκτελώντας οδηγίες και εντολές του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως με τις οποίες, κατόπιν της διυπουργικής συσκέψεως της 21.9.1998, είχε θεωρηθεί, εκ προοιμίου, ότι από την αποτύπωση στα επίμαχα είδη πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης ή από την χρήση σε κατάστημα πωλήσεώς τους του διακριτικού τίτλου KANNABISHOP αποσκοπείται η διαφήμιση της ίδιας της κάνναβης ως ναρκωτικής ουσίας. Και τούτο, διότι σύμφωνα με το 3001992/167/0099/1.2.1999 έγγραφο του Γενικού Χημείου του Κράτους, είδη, όπως αυτά που κατασχέθηκαν, είτε δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της, περαιτέρω δε, η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης στα είδη αυτά δεν αποτελούσε θεσμοθετημένο κοινωνικό συμβολισμό που να επιδέχεται μία και μοναδική ανάγνωση ούτε συνιστούσε οπτικό μήνυμα προσδιορισμένο προς μία κατεύθυνση. Αντιθέτως, λόγω της φύσεως των επίμαχων εμπορευμάτων, η όλη οπτική εντύπωση της εν λόγω απεικονίσεως δημιουργούσε στο κοινό την ορθή εντύπωση ότι πρόκειται περί φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων ή υποπροϊόντων της κλωστικής κάνναβης τα οποία δεν σχετίζονται με ναρκωτική ουσία, όπως κρίθηκε και με την απόφαση 326/1999 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Έτσι, με τις προαναφερόμενες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 17 του Συντάγματος, καθώς και των άρθρων 57 και 1000 του Αστικού Κώδικα περί προστασίας της προσωπικότητας και της κυριότητας. Ο παράνομος δε χαρακτήρας των ενεργειών των διωκτικών αρχών δεν ήρετο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, εκ του ότι τα όργανα αυτά είχαν ενεργήσει σύμφωνα με διαταγές των ιεραρχικώς ανωτέρων τους ούτε εκ του ότι είχαν λάβει προηγουμένως σχετική εισαγγελική παραγγελία, διότι η παραγγελία αυτή κάλυπτε μεν την έρευνα στο κατάστημα του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος όχι όμως και τις περαιτέρω ενέργειές τους που βασίσθηκαν στις, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του ν. 1729/1987, διαπιστώσεις τους. Συνεπώς, από τις προαναφερόμενες παράνομες ενέργειες των διωκτικών αρχών ανέκυπτε εν προκειμένω ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ. Στην συνέχεια, το διοικητικό εφετείο απέρριψε τα ως άνω υπό στοιχεία α, β και γ κονδύλια της αγωγής ως αόριστα, απέρριψε αίτημα καταβολής ποσού 8.025,42 ευρώ που αντιστοιχούσε σε δαπάνη αγοράς εξοπλισμού, λειτουργικών εξόδων και δικηγορικών αμοιβών ως απαραδέκτως υποβληθέν με το υπόμνημα, απέρριψε ως αναπόδεικτο το υπό στοιχείο δ κονδύλιο της αγωγής, διότι το μόνο αποδεικτικό μέσο που είχε προσκομισθεί σχετικώς, δηλαδή η έκθεση εκτιμήσεως λογιστή, αποτελούσε μαρτυρία για την οποία δεν είχαν τηρηθεί τα οριζόμενα στο άρθρο 185 ΚΔΔ, επίσης δε απέρριψε ως αναπόδεικτο το υπό στοιχείο ε κονδύλιο της αγωγής λόγω μη προσκομίσεως της συμβάσεως δικαιοχρήσεως ή άλλου στοιχείου από το οποίο να προκύπτει με ποιούς όρους και για ποιό χρονικό διάστημα ο αναιρεσίβλητος- αναιρεσείων είχε αποκτήσει τα επίμαχα δικαιώματα, τα οποία, στην συνέχεια, απώλεσε με την οριστική διακοπή της επιχειρήσεώς του. Τέλος, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος-αναιρεσείων υπέστη, λόγω της κατασχέσεως των εμπορευμάτων του και της συλλήψεώς του, βαρειά προσβολή της προσωπικότητάς του, διότι δημιουργήθηκε στο ευρύ κοινό της Λάρισας η εντύπωση ότι ήταν δράστης του αδικήματος της συντελέσεως στην διάδοση ναρκωτικών ουσιών και της προκλήσεως σε χρήση και ότι, επομένως, το Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει ποσό 14.673,51 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, κατά μερική αποδοχή της αγωγής.
7. Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση η ευθύνη του Δημοσίου ανέκυπτε από παράνομες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων που οφείλονταν σε εσφαλμένη, όπως αποφάνθηκε το διοικητικό εφετείο, ερμηνεία των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του ν. 1729/1987 και ότι οι ενέργειες αυτές ήταν ανεξάρτητες από την εισαγγελική παραγγελία που τους είχε δοθεί για την έρευνα στο κατάστημα του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος. Το Δημόσιο με την αίτησή του προβάλλει ότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων έλαβαν χώρα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και ήταν σύμφωνες με τις ως άνω διατάξεις του ν. 1729/1987, εν πάση δε περιπτώσει, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., δεν υφίστατο, διότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 1729/1987, οι οποίες, κατά το διοικητικό εφετείο, εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν από τα αστυνομικά όργανα, απαγορεύουσες την διάδοση των ναρκωτικών ουσιών, την πρόκληση στην χρήση τους και την διαφήμισή τους, αποσκοπούσαν αποκλειστικώς στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν διασφάλιζαν και ιδιωτικά δικαιώματα. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε, η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο ευθυνόταν κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., από πράξεις αστυνομικών οργάνων, ως διοικητικών οργάνων, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, μολονότι το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι τα αστυνομικά όργανα έδρασαν κατόπιν σχετικής παραγγελίας του εισαγγελέως, ο οποίος και άσκησε, στην συνέχεια, την ποινική δίωξη του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος, έκρινε ότι η εσφαλμένη ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων του ν. 1729/1987 (συνεπεία της οποίας επήλθε η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσεόντος ζημία) έπρεπε να αποδοθεί στα όργανα αυτά χωρίς να εκθέτει το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας και χωρίς να την συσχετίζει με την εκ μέρους του εισαγγελέως άσκηση της ποινικής διώξεως με βάση την εσφαλμένη αυτή ερμηνεία. Ο λόγος δε αυτός εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, διότι συνδέεται με το ζήτημα της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ από πράξεις δικαστικών οργάνων. Αν και κατά την γνώμη του Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου και της Συμβούλου Ελ. Δανδουλάκη, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διατυπώνεται ειδική κρίση περί του ότι η προβαλλόμενη ως παράνομη ενέργεια αποδίδεται αποκλειστικά σε αστυνομικά όργανα. Η κρίση αυτή είναι νομίμως, κατ’ αρχήν, αιτιολογημένη, είναι, κατά τα λοιπά ανέλεγκτη, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων για το πλαίσιο ενεργειών, στο οποίο η εν λόγω ενέργεια εντάσσεται και για το εύρος της εισαγγελικής παραγγελίας, δεν πλήττεται δε, πάντως, με λόγο αναιρέσεως. Με τα δεδομένα αυτά, δεν τίθεται ζήτημα αυτεπαγγέλτου εξετάσεως της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων στην προκειμένη περίπτωση, ζήτημα, το οποίο, άλλωστε, κατά την προεκτεθείσα γνώμη του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Αθ. Ράντου, δεν υφίσταται, αφού τα διοικητικά δικαστήρια έχουν εξουσία να αποφαίνονται επί της ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ και για πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας.
8. Επειδή, για τους ανωτέρω λόγους, θα έπρεπε η αίτηση του Δημοσίου να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε δίκη επί της αιτήσεως του Κ. Μάντζιου να καταργηθεί ελλείψει αντικειμένου. Λόγω όμως μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος της ευθύνης του Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ, από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, οι υποθέσεις πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β του π.δ.18/1989 (Α 8), να παραπεμφθούν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση του ζητήματος αυτού, να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Σπ. Μαρκάτης.
Διά ταύτα
Παραπέμπει τις υποθέσεις στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο Σπ. Μαρκάτη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2010
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος   Η Γραμματέας
 
 
Αθ. Ράντος Μ. Ιωαννίδου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Αυγούστου 2012.
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος  Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Διακοπών
 
Αν. Γκότσης Β. Ραφαηλάκη
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

1
 
 
 
 
-1-
Αριθμός 28

./.
 

 

./.