Αριθμός 313/2003
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2002 με την εξής σύνθεση : Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Δ. Εμμανουηλίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.
Για να δικάσει την από 2 Ιουλίου 1995 αίτηση :
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “MAVA ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑ-ΝΙΚΗ ΑΕ”, που εδρεύει στη Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής (οδός Λαχανά αρ. 12), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χριστόφ. Αργυρόπουλο (Α.Μ. 2198), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Φοίβο Ιατρέλλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η 635/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παναγιωτόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος αναφέρθηκε στην εισήγηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, διά την άσκησιν της οποίας κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη, εκδοθέντων των υπ’ αριθμ. 1571409 και 1571410 του έτους 1995 διπλοτύπων εισπράξεως της Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, και το κατά νόμον παράβολον (υπ’ αριθμ. 358599 έτους 1995 ειδικόν έντυπον παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεσις της υπ’ αριθμ. 635/1995 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Διά της αποφάσεως ταύτης, εκδοθείσης μετά τας υπ’ αριθμ. 1059/1994 και 2365/1994 προδικαστικάς αποφάσεις του αυτού Διοικητικού Εφετείου, γενομένης εν μέρει δεκτής εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, μετερρυθμίσθη η υπ’ αριθμ. 2004/1992 απόφασις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, διά της οποίας, γενομένης εν μέρει δεκτής αγωγής της αναιρεσειούσης εταιρείας περί αποζημιώσεώς της λόγω της ολοσχερούς καταστροφής των εμπορευμάτων της κατά την διάρκειαν της υποχρεωτικής φυλάξεώς των εις τας αποθήκας του Τελωνείου Αθηνών, εξ αιτίας πυρκαϊάς, η οποία επεσυνέβη τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 6 Ιουνίου 1990, είχεν αναγνωρισθή η υποχρέωσις του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλη εις την εταιρείαν ταύτην το ποσόν των 152.024.517 δραχμών. Περαιτέρω, διά της προσβαλλομένης αποφάσεως περιωρίσθη η ανωτέρω αποζημίωσις της αναιρεσιβλήτου εταιρείας εις 66.012.259 δρχ.
2. Επειδή, κατά την διάταξιν του άρθρ. 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου κατά την ενάσκησιν της ανατεθειμένης εις αυτά δημοσίας εξουσίας, το Ελληνικόν Δημόσιον ενέχεται εις αποζημίωσιν, εκτός εάν η πράξις ή η παράλειψις εγένοντο κατά παράβασιν διατάξεως, κειμένης χάριν του γενικού συμφέροντος. Τοιαύτη ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωσιν γεννάται, κατ’ αρχήν, και εις περίπτωσιν φθοράς ή απωλείας εμπορευμάτων, φυλασσομένων υποχρεωτικώς εις τελωνειακάς αποθήκας ή τελωνειακούς χώρους, εφ’ όσον, προ της περαιώσεως των διατυπώσεων του τελωνισμού αυτών, ως αι προβλεπόμεναι υπό των διατάξεων των άρθρ. 11 επομ., 23-25 και 28 του Τελωνειακού Κώδικος (Ν. 1165/1918, Α. 59), δεν είναι δυνατή η παραλαβή τούτων παρά του έχοντος επ’ αυτών δικαίωμα. Κατά δε το άρθρ. 51 του Τελωνειακού Κώδικος, το Ελληνικόν Δημόσιον δεν ευθύνεται ούτε διά τας φυσικάς μειώσεις ή φθοράς των αποταμιευομένων εμπορευμάτων, ούτε διά τας βλάβας εξ ανωτέρας βίας. Η τελευταία δε αύτη διάταξις εφαρμόζεται, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρ. 2 του Α.Ν. 1433/1938 (Α. 403), και επί των αποτιθεμένων εμπορευμάτων εις τας προσωρινάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών.
3. Επειδή, εκ του συνδυασμού των εις την προηγουμένην σκέψιν μνησθεισών διατάξεων συνάγεται ότι το Ελληνικόν Δημόσιον ευθύνεται, κατά το άρθρ. 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, διά πάσαν φθοράν ή απώλειαν εμπορευμάτων, αποτιθεμένων υποχρεωτικώς, μέχρι περαιώσεως των διατυπώσεων τελωνισμού των, εις τας τελωνειακάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών, εκτός των περιπτώσεων της φυσικής μειώσεως ή φθοράς τούτων ή της βλάβης αυτών εξ ανωτέρας βίας. Τοιαύτην δε περίπτωσιν ανωτέρας βίας, η οποία συνεπάγεται την απαλλαγήν του Ελληνικού Δημοσίου από της ευθύνης, δεν συνιστά, πάντως, η πυρκαϊά, έστω και αν αύτη οφείληται εις εμπρησμόν (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2636/1996 Επταμ., 3586/1997, 2514/2002). Εκ του ότι δε διά των ανωτέρω διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικος προβλέπονται ειδικώς αι περιπτώσεις, κατά τας οποίας το Ελληνικόν Δημόσιον απαλλάσσεται της ευθύνης, εξ αιτίας της φθοράς ή της απωλείας εμπορευμάτων, αποτιθεμένων υποχρεωτικώς εις τας τελωνειακάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών, παρέπεται ότι διά των διατάξεων τούτων ρυθμίζεται αποκλειστικώς το ζήτημα της συνδρομής ή μη ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να θίγηται το εύρος της ευθύνης αυτής. Συνεπώς, εις περίπτωσιν υπάρξεως ευθύνης, κατ’ άρθρ. 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω φθοράς ή απωλείας των υποχρεωτικώς αποτιθεμένων εις τας τελωνειακάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών εμπορευμάτων, το εύρος της ευθύνης αυτής προσδιορίζεται και βάσει της διατάξεως του άρθρ. 300 του Αστικού Κώδικος, η οποία τυγχάνει, κατ’ αρχήν, εφαρμογής επί της, κατ’ άρθρ. 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος αποζημιώσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 740/2001).
4. Επειδή, εν προκειμένω, διά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εγένοντο, ειδικώτερον, δεκτά τα εξής : Τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 6 Ιουνίου 1990 εξερράγη πυρκαϊά εις τας αποθήκας του Τελωνείου Αθηνών, όπου, κατά το παρελθόν (24.3.1990 και 19.5.1990), είχον σημειωθή κλοπαί των εναποθηκευμένων εμπορευμάτων. Εδέχθη δε, περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριον ότι, κατά την σχετικήν έκθεσιν πραγματογνωμοσύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η πυρκαϊά αύτη ωφείλετο εις εμπρησμόν. Συνεπεία της πυρκαϊάς ταύτης, επήλθεν ολοσχερής καταστροφή των 412 κόλλων ανταλλακτικών αυτοκινήτων τύπου “Ρενώ”, τα οποία η αναιρεσείουσα εταιρεία είχεν εισκομίσει εις τας αποθήκας του Τελωνείου Αθηνών κατά το χρονικόν διάστημα από 17 Απριλίου 1990 έως 29 Μαΐου 1990. Εν όψει τούτων, το δικάσαν Διοικητικόν Εφετείον, απορρίψαν πάντας τους ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου, διά των οποίων τούτο προέβαλεν ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωσις ευθύνης του, εδέχθη ότι στοιχειοθετείται συνυπαιτιότης της αναιρεσειούσης εταιρείας εις ποσοστόν 50%, η οποία, εν όψει των προηγηθεισών κλοπών, επεδείξατο διαγωγήν, μη χαρακτηρίζουσαν συνετόν εισαγωγέα, εφ’ όσον το μεν προέβαινε συστηματικώς εις τελωνισμόν των εμπορευμάτων της ολίγον προ της εκπνοής της, κατά τον νόμον, προθεσμίας από της εισκομίσεώς των εις τους τελωνειακούς χώρους, το δε παρέλιπε να ασφαλίση τα εξ αιτίας της ανωτέρω πυρκαϊάς ολοσχερώς καταστραφέντα εμπορεύματά της. Βάσει δε των σκέψεων τούτων, εγένετο εν μέρει δεκτή η υπό του Ελληνικού Δημοσίου ασκηθείσα έφεσις, μετερρυθμίσθη η εκκληθείσα, υπ’ αριθμ. 2004/1992, απόφασις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ανεγνωρίσθη η υποχρέωσις του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλη εις την αναιρεσείουσαν εταιρείαν ως αποζημίωσιν το ποσόν των 66.012.259 δρχ.
5. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω δεκτών γενομένων, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως πλήσσεται η νομιμότης της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθ’ ο μέρος δι’ αυτής εγένετο δεκτόν ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωσις συνυπαιτιότητος της αναιρεσειούσης εταιρείας. Προβάλλεται δε, ειδικώτερον, ότι ούτε ο συστηματικός τελωνισμός των εμπορευμάτων ολίγον προ της εκπνοής της υπό του νόμου τασσομένης προθεσμίας, ούτε η παράλειψις ασφαλίσεως των εμπορευμάτων τούτων συνιστούν παράγοντας, στοιχειοθετούντας, κατά το άρθρ. 300 του Αστικού Κώδικος, συνυπαιτιότητα της αναιρεσειούσης εταιρείας. Ο λόγος ούτος αναιρέσεως νόμω βασίμως προβάλλεται, διότι ο εκ συστήματος τελωνισμός των εισαγομένων υπό της αναιρεσειούσης εταιρείας εμπορευμάτων προ, πάντως, της λήξεως της κατά νόμον προθεσμίας από της εισκομίσεώς των εις τους τελωνειακούς χώρους εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να αποδοθή εις πταίσμα, ώστε, συνεπεία τούτου, η εν λόγω εταιρεία είτε να έχη συντελέσει εις την ζημίαν ή την έκτασιν αυτής, είτε να έχη παραλείψει να αποτρέψη ή να περιορίση την ζημίαν, την προκληθείσαν εκ της ολοσχερούς καταστροφής των ως άνω εμπορευμάτων. Περαιτέρω δε εις την προσβαλλομένην απόφασιν αλυσιτελώς γίνεται επίκλησις της παραλείψεως της αναιρεσειούσης εταιρείας να ασφαλίση τα ολοσχερώς καταστραφέντα εμπορεύματα, εφ’ όσον, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρ. 210 του Εμπορικού Νόμου, ο ασφαλιστής, ο αποζημιώσας την ζημίαν ή απώλειαν των ασφαλισθέντων πραγμάτων, υποκαθίσταται έναντι των τρίτων, οίον το Ελληνικόν Δημόσιον, εις τα δικαιώματα, τα οποία, λόγω της ζημίας, ανήκουν εις τον ησφαλισμένον (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2635/1996 Επταμ., 3584/1997, 2514/2002).
6. Επειδή, κατά ταύτα, δεκτής καθισταμένης της υπό κρίσιν αιτήσεως διά τον προεκτεθέντα λόγον, δέον όπως αναιρεθή η προσβαλλομένη απόφασις, καθ’ ο μέρος εγένετο διά ταύτης δεκτόν ότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωσις συνυπαιτιότητος της αναιρεσειούσης εταιρείας εις ποσοστόν 50%. Εφ’ όσον δε αίτησις του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της αυτής, υπ’ αριθμ. 635/1995, αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απερρίφθη διά της υπ’ αριθμ. 312/2003 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεσις, κατά το ως άνω μέρος, δεν χρήζει διευκρινήσεως, ως προς το πραγματικόν και, ως εκ τούτου, το Συμβούλιον της Επικρατείας, συμφώνως προς την διάταξιν της παραγρ. 2 του άρθρο 57 του Ν.Δ. 170/1973 (Α. 229, άρθρ. 57 παράγρ. 2 Π.Δ. 18/1989, Α. 8), δέον όπως αποφασίση περαιτέρω, κατά το μέρος τούτο, επί της υποθέσεως αυτής.
7. Επειδή, το Ελληνικόν Δημόσιον διά του από 29 Μαΐου 1992 δικογράφου της εφέσεώς του, διά την άσκησιν της οποίας δεν απαιτείται, κατά τον νόμον (άρθρ. 60 και 63 Π.Δ. 341/1978, Α. 71, άρθρ. 4 Ν. 1406/1983, Α. 182), η καταβολή παραβόλου, καθ’ ο μέρος το δικόγραφον τούτο κρίνεται, ως διηυκρινήθη διά των από 10 Ιανουαρίου 1994 και από 10 Σεπτεμβρίου 1994 υπομνημάτων του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και αντεκρούσθη διά των από 10 Νοεμβρίου 1993, από 10 Μαΐου 1994 και από 1 Σεπτεμβρίου 1994 υπομνημάτων της εφεσιβλήτου εταιρείας ζητεί την εξαφάνισιν της υπ’ αριθμ. 2004/1992 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Διά της αποφάσεως ταύτης, γενομένης εν μέρει δεκτής αγωγής της εφεσιβλήτου εταιρείας περί αποζημιώσεώς της λόγω της ολοσχερούς καταστροφής των εμπορευμάτων της κατά την διάρκειαν της υποχρεωτικής φυλάξεώς των εις τας αποθήκας του Τελωνείου Αθηνών, εξ αιτίας πυρκαϊάς, η οποία επεσυνέβη τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 6 Ιουνίου 1990, ανεγνωρίσθη η υποχρεώσις του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλη εις την εταιρείαν ταύτην το ποσόν των 152.024.517 δρχ. Η έφεσις αύτη κρίνεται μετά την έκδοσιν των υπ’ αριθμ. 1059/1994 και 2365/1994 προδικαστικών αποφάσεων του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
8. Επειδή, ο τελωνισμός των εισαγομένων εμπορευμάτων μετά πάροδον μεγάλου μεν χρονικού διαστήματος από της εισκομίσεώς των εις τους τελωνειακούς χώρους, πλην εντός της υπό του νόμου προβλεπομένης σχετικώς προθεσμίας, δεν δύναται, κατά τα εις προηγουμένην σκέψιν, να αποδοθή εις πταίσμα του εισαγωγέως, ώστε, συνεπεία τούτου, ούτος, κατά το άρθρ. 300 του Αστικού Κώδικος, είτε να έχη συντελέσει εις την ζημίαν ή την έκτασιν αυτής, είτε να έχη παραλείψει να αποτρέψη ή να περιορίση την ζημίαν, την προκληθείσαν εκ φθοράς ή απωλείας των εμπορευμάτων τούτων κατά την διάρκειαν της υποχρεωτικής φυλάξεώς των εις τας τελωνειακάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο διά της κρινομένης εφέσεως προβαλλόμενος ισχυρισμός του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίον η εφεσίβλητος εταιρεία βαρύνεται, συμφώνως προς το άρθρ. 300 του Αστικού Κώδικος, διά συνυπαιτιότητος εις ποσοστόν 99%, εφ’ όσον η εταιρεία αύτη εβράδυνεν αδικαιολογήτως να προβή εις τον τελωνισμόν των ανωτέρω εμπορευμάτων, τα οποία, ούτω, την 6 Ιουνίου 1990 ευρίσκοντο εισέτι εντός των αποθηκών του Τελωνείου Αθηνών, ένθα εξερράγη πυρκαϊά, εξ αιτίας της οποίας τα εμπορεύματα ταύτα κατεστράφησαν ολοσχερώς, δεδομένου ότι διά του ισχυρισμού του αυτού το εκκαλούν Ελληνικόν Δημόσιον ουδόλως προβάλλει ότι η τοιαύτη αδικαιολόγητος βραδύτης της εφεσιβλήτου εταιρείας εξικνείτο και πέραν της εκπνοής της υπό του νόμου προβλεπομένης σχετικώς προθεσμίας.
9. Επειδή, κατά ταύτα, η κρινομένη έφεσις, καθ’ ο μέρος αφορά εις την συνυπαιτιότητα της εφεσιβλήτου εταιρείας, πρέπει να απορριφθή.
10. Επειδή, εκτιμωμένων των περιστάσεων, συμφώνως προς την διάταξιν της παραγρ. 1 του άρθρ. 275 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α. 97), εφαρμοστέαν εν προκειμένω δυνάμει του άρθρ. 278 του αυτού Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, το ηττώμενον Ελληνικόν Δημόσιον δέον όπως απαλλαγή εν όλω των διά την κατ’ έφεσιν δίκην δικαστικών εξόδων της νικώσης εφεσιβλήτου εταιρείας.
Διά ταύτα
Δέχεται την υπό κρίσιν αίτησιν.
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 635/1995 απόφασιν του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Διατάσσει την επιστροφήν του κατατεθέντος διά την κατ’ αναίρεσιν δίκην παραβόλου.
Επιβάλλει εις το Ελληνικόν Δημόσιον την δικαστικήν δαπάνην της αναιρεσειούσης εταιρείας διά την κατ’ αναίρεσιν δίκην εξ επτακοσίων εξήκοντα (760) ευρώ.
Κρίνον κατ’ ουσίαν εν μέρει, κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Δικάζει την έφεσιν εν μέρει, κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Απορρίπτει την έφεσιν εν μέρει, κατά τα εις το αιτιολογικόν. Και,
Απαλλάσσει εν όλω το Ελληνικόν Δημόσιον των δικαστικών εξόδων της εφεσιβλήτου εταιρείας διά την κατ’ έφεσιν δίκην, κατά τα εις το αιτιολογικόν.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2002
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Π. Χριστόφορος Μ. Ιωαννίδου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2003.
Ο Πρόεδρος του Α’ Τμήματος Η Γραμματέας του Α’ Τμήματος
Γ. Ανεμογιάννης Ευαγ. Κουμεντέρη