Αριθμός 346/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2005, με την εξής σύνθεση: Ν. Σκλίας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Α. Συγγούνα, Ι. Γράβαρης, Σύμβουλοι, Σ. Μαρκάτης, Α. Σδράκα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 7 Μαΐου 2004 αίτηση:
του Αλέξανδρου Φωτίου Αλεξόπουλου, κατοίκου Βοτανικού Αττικής (Νευροκοπίου 24), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1353/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Σδράκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1274055/2002 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α’).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1353/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 1069/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 399/95/18.1.1996 πράξεως του Διευθυντή της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών, με την οποία είχε επιβληθεί εις βάρος του πολλαπλούν τέλος λόγω λαθρεμπορίας 111.900.000 δραχμών και διαφυγόντες δασμοί και λοιποί φόροι 55.949.338 δραχμών.
3. Επειδή, η παρ. 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), ορίζει ότι: «Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται κατά αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση, αναθεώρηση ή αναψηλάφηση. Η αίτηση από μεν τον ιδιώτη διάδικο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν … Σε καμία περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης». Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 195 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97): «Οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους, σε κυρωμένα αντίγραφα, με τη φροντίδα της γραμματείας». Σύμφωνα με το άρθρο 44 του ίδιου Κώδικα: «1. Για κάθε πράξη της διαδικασίας, που διενεργεί δικαστής, δικαστικός υπάλληλος ή άλλο αρμόδιο όργανο, μόνος ή κατά σύμπραξη, συντάσσεται έκθεση, εφόσον ο Κώδικας δεν ορίζει διαφορετικά. 2. Η έκθεση συντάσσεται αμέσως μετά τη διενέργεια της πράξης. Κατά τη σύνταξή της πρέπει να παρευρίσκονται όλοι όσοι συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργεια της πράξης. 3. Με την επιφύλαξη όσων ορίζουν ειδικότερες διατάξεις, η έκθεση πρέπει να μνημονεύει: α) τον τόπο και το χρόνο που διενεργήθηκε η πράξη και β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου που διενέργησε την πράξη, εκείνων που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της, καθώς και εκείνου που συνέταξε την έκθεση. 4. … 5. Η έκθεση, αφού αναγνωστεί, υπογράφεται από αυτόν που τη συνέταξε, καθώς και από τα πρόσωπα που διενέργησαν τη διαδικαστική πράξη ή που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της. Η τυχόν άρνηση ή αδυναμία υπογραφής μνημονεύεται ρητώς». Περαιτέρω, η παρ. 1 του άρθρου 50 του Κώδικα ορίζει ότι: «Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις». Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 52 του Κώδικα: «Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο όπου εργάζονται, το έγγραφο παραδίδεται σε συνεταίρο ή συνεργάτη ή υπάλληλο, που εργάζεται στον ίδιο χώρο …». Επίσης, το άρθρο 55 του Κώδικα προβλέπει ότι: «1. Η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση: α) αν τα πρόσωπα, προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η παράδοση του εγγράφου, δεν βρίσκονται ούτε στην κατοικία ούτε στο χώρο της εργασίας τους … 2. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση από μέρους του οργάνου της επίδοσης, με την παρουσία ενός μάρτυρα, του επιδοτέου εγγράφου στη θύρα της κατοικίας ή του χώρου εργασίας ή του υπηρεσιακού καταστήματος όπου κατοικεί ή εργάζεται, κατά περίπτωση, το πρόσωπο προς το οποίο έπρεπε να διενεργηθεί η παράδοση του εγγράφου». Περαιτέρω, το άρθρο 56 του Κώδικα ορίζει ότι: «1. Για κάθε επίδοση το όργανο που τη διενεργεί συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44, πρέπει να μνημονεύει: α) την παραγγελία προς επίδοση, β) σαφή προσδιορισμό του επιδοτέου εγγράφου και των προσώπων τα οποία αφορά, γ) την ημέρα και ώρα της επίδοσης, δ) το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε, καθώς και ε) τους λόγους που προκάλεσαν τη θυροκόλληση. 3. Η έκθεση υπογράφεται από το όργανο της επίδοσης, καθώς και από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Σε περίπτωση θυροκόλλησης, η έκθεση υπογράφεται από το όργανο και το μάρτυρα. 4. Το όργανο της επίδοσης οφείλει να σημειώνει, στο έγγραφο, και να βεβαιώνει την ημέρα και την ώρα της παράδοσης ή της θυροκόλλησης. Σε περίπτωση διαφοράς ανάμεσα στην έκθεση και στη σημείωση, επικρατεί η ημέρα και ώρα που μνημονεύονται στην έκθεση».
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, στην από 17.2.2003 έκθεση επιδόσεως, η οποία βρίσκεται στο φάκελο της υποθέσεως, αναφέρονται τα εξής: «Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΦΟΝΤΟΥΛΗ, επιμελήτρια Δ.Δ.-Δ’/ΥΕ ενεργώντας κατά παραγγελία του γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά πήγα σήμερα 17 του μηνός 2ου του έτους 2003 ημέρα Δευτέρα και ώρα … στο σπίτι του Αλέξανδρου Αλεξόπουλου κάτοικου Ταύρου στην οδό Θεσσαλονίκης αριθ. 234 για να επιδώσω σ’ αυτόν επικυρωμένο αντίγραφο της 1353/02 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά που εκδόθηκε ύστερα από έφεσή σας κατά της 1069/99 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Στην παραπάνω διεύθυνση δεν βρήκα τον ίδιο προσωπικά ούτε κανέναν άλλο ενήλικο σύνοικο ή συγγενή, γι’ αυτό και θυροκόλλησα με μάρτυρα τον Αριστομένη Καμαρινό … (ακολουθούν υπογραφές της δικαστικής επιμελήτριας και του μάρτυρος)». Με το πιο πάνω περιεχόμενο το αποδεικτικό αυτό είναι άκυρο, διότι σε αυτό αναφέρεται ότι η επίδοση επιχειρήθηκε και στη συνέχεια έγινε η θυροκόλληση, διότι δεν ανευρέθη, μεταξύ άλλων, και «ενήλικος σύνοικος», προϋπόθεση που δεν απαιτείται, κατά την έννοια του νόμου, αφού ο σύνοικος που παραλαμβάνει το έγγραφο δεν είναι απαραίτητο να είναι ενήλικος και γενικώς ικανός προς δικαιοπραξία, αλλά αρκεί να έχει συνείδηση των πραττομένων (πρβλ. Α.Π. 22/1997). Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα, δεν άρχισε να τρέχει η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς στις 14.5.2004, δηλαδή σε χρόνο που απέχει λιγότερο από τρία έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (25.9.2002), ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Κατά την γνώμη, όμως, της Παρέδρου Αγορίτσας Σδράκα, με το εκτεθέν περιεχόμενο το εν προκειμένω συνταγέν αποδεικτικό επιδόσεως ήταν νόμιμο, δεδομένου ότι ανεξαρτήτως εάν ο προς ον η επίδοση αρκεί να έχει απλώς συνείδηση των πραττομένων ή πρέπει τουλάχιστον να είναι περιορισμένως ικανός προς δικαιοπραξία, πάντως, η εν προκειμένω χρήση στο αποδεικτικό διατύπωση, υποδηλώνει την κρίση του οργάνου της επιδόσεως ότι δεν ανευρέθη πρόσωπο με την κατά νόμο ικανότητα προς παραλαβή του εγγράφου, η κρίση δε αυτή αρκεί για τη νομιμότητα του αποδεικτικού, εφ’ όσον μάλιστα, δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται, ότι υπήρχε μη ενήλικος σύνοικος με συνείδηση των πραττομένων, προς τον οποίον θα μπορούσε να διενεργηθεί η επίδοση.
5. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 2067/2005 απόφαση του Τμήματος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση το ζήτημα της συνταγματικότητος της παραγράφου του άρθρου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση καταβολής παραβόλου ανερχόμενου σε ποσοστό του ποσού της αγομένης ενώπιον του διοικητικού εφετείου διαφοράς, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Εν όψει της παραπομπής στην Ολομέλεια προς επίλυση του ζητήματος αυτού, το οποίο ανακύπτει και στην παρούσα υπόθεση, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 3ης Μαΐου 2006.
Διά ταύτα
Αναβάλλει τη συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 3ης Μαΐου 2006.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2005
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας