ΣτΕ 582/2011, Β’ τμ. , ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Το ΑΦΜ δεν προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία 13Σ. και 9 ΕΣΔΑ

ΣΤΕ

Αριθμός 582/2011
 
 
Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) δεν προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών και συνάδει με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας και απέρριψε αίτηση αντιρρησία συνείδησης, ο οποίος είχε ζητήσει την εξαίρεσή του από το σύστημα ΤΑΧΙS και τη φορολόγησή του μέσω του ΑΦΜ.

Ο αντιρρησίας συνείδησης υποστηρίζει, ότι ο ΑΦΜ είναι αντίθετος στο άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κατοχυρώνουν το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Και αυτό, γιατί η καθιέρωση του ΑΦΜ συνεπάγεται “την αντιμετώπιση των ανθρώπων ως αριθμών και όχι ως προσώπων, κάτι που δεν συνάδει με τις διδασκαλίες της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, με αποτέλεσμα η υποχρεωτική απόδοση και αναγραφή του ΑΦΜ να τον αναγκάζει σε επιορκία και σε κατάσταση αμαρτίας ενώπιον του Θεού, καθόσον αποδοχή του ΑΦΜ θα συνιστά την από μέρους του αποδοχή της κατάργησης του βαπτίσματος που έχει λάβει”.

Το Β’ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο σύμβουλος Επικρατείας Δ. Κωστόπουλος και εισηγητής η πάρεδρος Σοφία Βιτάλη), με την υπ’ αριθμ. 582/2011 απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση του αντιρρησία συνείδησης.

Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η διάταξη του Ν. 2515/1997 που καθιέρωσε τον ΑΦΜ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρο 13) και την ΕΣΔΑ (άρθρο 9), γιατί “αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός δημοσίου σκοπού (την αποδοτική λειτουργία του νέου συστήματος μηχανοργάνωσης και την συνακόλουθη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής), και εισάγει υποχρέωση γενικού απρόσωπου χαρακτήρα, μη συναρτωμένη προς θρησκευτικές πεποιθήσεις, που δεν επιδέχεται ουδεμία εξαίρεση, αφού μάλιστα με την υποχρέωση αυτή δεν επιχειρείται διείσδυση της κρατικής εξουσίας στο ενδιάθετο φρόνημα των πολιτών”.

Ακόμη, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, ότι η υποχρεωτική απόδοση ΑΦΜ σε όλους τους πολίτες, δεν καθιστά αυτούς αριθμούς, γιατί όλες οι συναλλαγές γίνονται με το όνομα και το επώνυμο του κάθε συναλλασσόμενου και ο ΑΦΜ χρησιμοποιείται ως επιπρόσθετο στοιχείο.

Εξάλλου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, “ο οπαδός ορισμένου θρησκεύματος δεν έχει τη δυνατότητα, επικαλούμενος της θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να αρνηθεί την εκπλήρωση των προς το κράτος υποχρεώσεών του” (π.χ. φορολογικών) ή “την συμμόρφωσή του προς τους νόμους γενικής εφαρμογής, ειδικά δε με εκείνους που δεν αφορούν θέματα σχετικά με την άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων”.

 
 

Αριθμός 582/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 29 Σεπτεμβρίου 2005 αίτηση:
του Ελευθερίου Εμμανουήλ Βασαρμίδη, κατοίκου Περιστερίου Αττικής (οδός Κίμωνος αρ. 7), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Μιχαήλ Ρέλλο (Α.Μ. 13497), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 1066651/2539/ΔΜ-Α/15.7.2005 απόφαση της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Μητρώου, της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Σ. Βιτάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2422107,1816737/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α΄ σειράς).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 1066651/2539/ΔΜ-Α/15.7.2005 αποφάσεως της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Μητρώου, της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με το οποίο απερρίφθη αίτημα του αιτούντος περί εξαιρέσεώς του από το σύστημα TAXIS και τον τρόπο φορολόγησης μέσω του αριθμού φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) για λόγους αντιρρήσεως συνειδήσεως.
3. Επειδή, στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός», ενώ στην παρ. 4 ότι : «Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους». Με τις ανωτέρω διατάξεις κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερη έκφανση του ατομικού αυτού δικαιώματος, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, αποτελεί η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία κατοχυρώνεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 13 και με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο έναντι κάθε κρατικής επέμβασης. Η ελευθερία αυτή διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη συνεπώς μόνον στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού (ΣτΕ 2281/2001 Ολομ.). Συνεπώς, ο οπαδός ορισμένου θρησκεύματος δεν δύναται, επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να αρνηθεί την εκπλήρωση των προς το Κράτος υποχρεώσεών του ή την συμμόρφωσή του προς τους νόμους γενικής εφαρμογής, ειδικά δε με εκείνους που δεν αφορούν θέματα σχετικά με την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων (ΣτΕ 2706/1977 Ολομ.).
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ.1 του ν. 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (Α΄ 151) ορίζονται τα εξής : «Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή διανομής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον έχει την κατοικία του στην Ελλάδα». Περαιτέρω, στο άρθρο 62 παρ.1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Η δήλωση υποβάλλεται, σε δύο αντίτυπα, αυτοπροσώπως από τον υπόχρεο ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν ή ταχυδρομείται επί αποδείξει στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63, μέχρι τις 2 Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους….».
5. Επειδή, στη συνέχεια, στο άρθρο 31 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ Α΄ 154) ορίζεται ότι : «Χορηγείται υποχρεωτικά Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) σε όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθώς και στις ενώσεις προσώπων που έχουν την κατοικία τους ή την επαγγελματική τους εγκατάσταση ή διενεργούν πράξεις φορολογικού ενδιαφέροντος εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται και ανακαθορίζεται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία χορήγησης του ΑΦΜ, ο αριθμός των ψηφίων του, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη χορήγησή του, οι πράξεις, οι συναλλαγές και δραστηριότητες φορολογικού ενδιαφέροντος, οι εξαιρέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία χορήγησης του ΑΦΜ. Επίσης με όμοιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά και η διαδικασία ενάρξεως, μεταβολών ή διακοπών των δραστηριοτήτων των φορολογουμένων, καθώς και το ύψος του παραβόλου χαρτοσήμου, υπέρ του Δημοσίου, για τις ενέργειες αυτές». Κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής, εξεδόθη η 1027411/842/ΔΜ/26.2.1998 (ΦΕΚ Β΄ 193) απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, «Υποχρεωτική χορήγηση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) και διαδικασίες απόδοσής του» (όπως αυτή ισχύει μετά τη συμπλήρωση και τροποποίησή της με τις όμοιες 1081369/2857/ΔΜ/11.11.1999, ΦΕΚ Β΄ 2001 και 1040439/972/ΔΜ/ 21.05.2002, ΦΕΚ Β΄ 625), η οποία καθορίζει τα πρόσωπα στα οποία χορηγείται υποχρεωτικά ενιαίος και μοναδικός Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.).
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών με την από 28.6.2005 αίτησή του προς το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, είχε ζητήσει την εξαίρεσή του από το σύστημα TAXIS και τον τρόπο φορολόγησής του μέσω του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) για λόγους αντιρρήσεως συνειδήσεως η οποία απερρίφθη με την ως άνω υπ’αριθμ. 1066651/2539/ΔΜ-Α/15.7.2005 απόφαση της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Μητρώου, της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου αυτού με την αιτιολογία ότι «η υποχρεωτική χορήγηση ΑΦΜ έχει θεσμοθετηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 2515/1997 η εφαρμογή του οποίου είναι υποχρεωτική από όλους τους Έλληνες πολίτες».
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται σε διάταξη νόμου (άρθρο 31 του ν. 2515/1997) που είναι αντίθετη προς το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, με τα οποία κατοχυρώνεται το δικαίωμα για θρησκευτική ελευθερία, τούτο δε διότι, κατά τον αιτούντα, η καθιέρωση του νέου ΑΦΜ συνεπάγεται την αντιμετώπιση των ανθρώπων ως αριθμών και όχι ως προσώπων, γεγονός που δεν συνάδει με τις διδασκαλίες της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, με αποτέλεσμα η υποχρεωτική απόδοση και αναγραφή του ΑΦΜ να τον αναγκάζει σε επιορκία και σε κατάσταση αμαρτίας ενώπιον του Θεού, καθόσον αποδοχή του ΑΦΜ θα συνιστά την από μέρους του αποδοχή της κατάργησης του βαπτίσματος που έχει λάβει. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι με τη διάταξη του άρθρου 31 του ν. 2515/1997 που παρατίθεται στη σκέψη 5, επιχειρείται η αναδιάρθρωση των δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών του Κράτους με την καθιέρωση ενός συστήματος μηχανοργάνωσης και ηλεκτρονικής διαχείρισης των φορολογικών δεδομένων των πολιτών (ΤΑΧΙS) που αποσκοπεί, σύμφωνα και με το έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Εξ άλλου η υποχρεωτική απόδοση σε όλους τους πολίτες ΑΦΜ, δεν καθιστά αυτούς αριθμούς διότι, όπως συνάγεται από τις ως άνω διατάξεις, όλες τις συναλλαγές που αναλυτικά αναφέρονται στην ως άνω απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ανωτέρω, γίνονται με το όνομα και το επώνυμο του κάθε συναλλασσόμενου και ο ΑΦΜ απαιτείται ως επιπρόσθετο στοιχείο. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 31 του ν. 2515/1997 δεν αντίκειται στα άρθρα 13 του Συντάγματος και 9 της ΕΣΔΑ, τούτο δε διότι αυτή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός δημοσίου σκοπού (την αποδοτική λειτουργία του νέου συστήματος μηχανοργάνωσης και την συνακόλουθη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής) και εισάγει υποχρέωση γενικού και απρόσωπου χαρακτήρα, μη συναρτωμένη προς θρησκευτικές πεποιθήσεις, που δεν επιδέχεται ουδεμία εξαίρεση, αφού μάλιστα με την υποχρέωση αυτή δεν επιχειρείται διείσδυση της κρατικής εξουσίας στο ενδιάθετο φρόνημα των πολιτών. Άλλωστε, ως ήδη ανεφέρθη στη σκέψη 3, ο οπαδός ορισμένου θρησκεύματος δεν δύναται, επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να αρνηθεί την εκπλήρωση των προς το κράτος φορολογικών του υποχρεώσεων.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
 
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.