Αριθμός 670/2012, ΤΜΗΜΑ Β΄
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Απόρριψη αναίρεσης υπέρ του νόμου που άσκησε η νόμιμα εξουσιοδοτημένη Αντεπίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων. Tελωνειακοί υπάλληλοι – Η αποζημίωση από τον ενιαίο λογαριασμό «Δικαιώματα Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών» ούτε κατά νόμο ούτε από την φύση της καταβάλλεται στους τελωνειακούς υπαλλήλους για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί. Συνεπώς, θεμιτώς, στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, ο νομοθέτης, με το άρθρο 10 παρ. 10 του ίδιου ν. 2459/1997, την υπήγαγε σε φορολόγηση και κατά το τμήμα της εκείνο (50%), το οποίο, υπό το καταργηθέν καθεστώς ήταν αφορολόγητο, υποβάλλοντάς την, πάντως, εν όψει, προφανώς των δυσμενών και επικίνδυνων συνθηκών απασχόλησης, σε ευνοϊκότερη του συνήθους μεταχείριση (αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%).
Πρόεδρος : Φ. Αρνούτογλου (Αντιπρόεδρος)
Εισηγητής : Γ. Τσιμέκας (Σύμβουλος)
Νομικοί Παραστάτες : Παναγιώτης Πανάγος (Πάρεδρος ΝΣΚ).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Αγ. Σδράκα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση:
του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ο οποίος δεν παρέστη,
κατά της υπ’ αριθμ. 2939/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Στη δίκη παρέστη το Ελληνικό Δημόσιο με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 29 εδ. η΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών – Α΄ 35, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3900/2010, Α΄ 213) και η οποία με την από 1.3.2010 πράξη του Προέδρου του Τμήματος έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η αναίρεση υπέρ του νόμου της υπ’ αριθ. 2939/2009 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε προσφυγή του Ευάγγελου Παπαθεοδοσίου, τελωνειακού υπαλλήλου, που είχε ως αίτημα την τροποποίηση του εκκαθαριστικού σημειώματος της ΔΟΥ Γαλατσίου περί φορολογίας του εισοδήματός του, του οικονομικού έτους 2002 με τη μη υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος του 50% της αποζημίωσης που του καταβλήθηκε κατά το εν λόγω έτος από το λογαριασμό των Δικαιωμάτων Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.), τη νέα εκκαθάριση του αναλογούντος φόρου και την επιστροφή σε αυτόν του φόρου που παρακρατήθηκε, συνολικού ύψους 680,34 ευρώ.
2. Επειδή, στην παράγραφο 5 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3038/2002 (Α΄ 180), ορίζονται τα εξής: «Μετά την πάροδο της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας [για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως] ο αρμόδιος Υπουργός, ο Υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση, αλλά μόνον υπέρ του νόμου χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των διαδίκων. […]». Εξ άλλου, κατά μεν το πιο πάνω άρθρο 29 εδ. η΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, στις αρμοδιότητες του Γενικού Επιτρόπου των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων περιλαμβάνεται και η άσκηση αίτησης αναιρέσεως υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά το άρθρο 53 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, κατά δε το άρθρο 28 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, «Ο γενικός επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του με πράξεις του […] σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας […]».
3. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, νομίμως η κρινόμενη αίτηση, υπογραφόμενη από την Αντεπίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων Ελένη Διακομανώλη Ανδρειωτέλλη, κατ’ εξουσιοδότηση του Γενικού Επιτρόπου (βλ. εξουσιοδοτικό έγγραφο του τελευταίου υπ’ αριθ. 5098/3.12.2009) και στρεφομένη κατ’ αποφάσεως που, κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π. δ/τος 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), δεν θα υπέκειτο σε αναίρεση, ασκείται παραδεκτώς (βλ. Σ.τ.Ε. 3078, 3122/2010), νομίμως δε συζητήθηκε χωρίς την παρουσία του αιτούντος (ΣτΕ 980/2006 επτ.).
4. Επειδή, το Ελληνικό Δημόσιο νομίμως εμφανίστηκε και παρέστη στην παρούσα δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της ιδιότητάς του ως νικήσαντος διαδίκου στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση και παραδεκτώς κατέθεσε, εντός της προθεσμίας που του χορηγήθηκε κατ’ άρθρον 25 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 από τον Πρόεδρο, το από 12.1.2012 υπόμνημα (ΣτΕ 3542/2003 Ολομ).
5. Επειδή, κατ’ άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος “1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος . . . 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης”. Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος “Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Εξάλλου, ο ν. 2238/1994 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος” (Α΄ 151) ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι : “Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20-51. . . “, και στο άρθρο 45 (όπως η περ. α της παρ. 4 αυτού ίσχυε πριν από την κατάργηση του δεύτερου εδαφίου αυτής με την περ. 15 του άρθρου 1 του ν. 2459/1997, Α΄ 17) ότι : “1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και, γενικά, κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους. . . 2 . . . 3 . . . 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α) Η αποζημίωση που παρέχεται σε υπαλλήλους επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών για δαπάνες υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, εφόσον αποδεικνύεται η καταβολή τους από τα σχετικά παραστατικά στοιχεία, που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Προκειμένου για αποζημιώσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, που παρέχονται με διάταξη νόμου κατ’ αποκοπή για κάλυψη δαπανών ειδικής υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, εξαιρείται της φορολογίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εκτός εάν ο δικαιούχος αποδεικνύει δαπάνες μεγαλύτερου ποσού με βάση στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων) β). . .». Στην συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 1104641/2046/Α0012/2.10.1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 51 παρ. 9 περ. η΄ του ν. 1882/1990 (Α΄ 43), ορίστηκε ότι: «Ποσοστό 50% από την αποζημίωση που καταβάλλεται στους δικαιούχους από το λογαριασμό των ΔΕΤΕ, λογίζεται ως αφορολόγητο ποσό, για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι δικαιούχοι των ΔΕΤΕ, εξαιτίας της υπηρεσίας που τους ανατίθεται». Στο προοίμιο της υπουργικής αυτής απόφασης μνημονεύονταν, μεταξύ άλλων, η υπ’ αριθ. 29/1985 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Περί καθορισμού της αποζημίωσης των Τελωνειακών Υπαλλήλων από Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών» προκειμένου να καλυφθούν οι δυσμενείς και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, η υπερωριακή εργασία, οι δαπάνες και τα πραγματικά έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι τελωνειακοί υπάλληλοι εξ αιτίας της υπηρεσίας που τους ανατίθενται, καθώς και η υπ’ αριθ. 1590/1989 (επτ. συνθ.) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, καθ’ ερμηνεία ανάλογης προγενέστερης Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, της υπ’ αριθ. 54/1978, κρίθηκε ότι η προβλεπόμενη από αυτήν αποζημίωση κατά ποσοστό 50% χορηγείται στους τελωνειακούς υπαλλήλους ως αμοιβή της υπερωριακής τους εργασίας και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, ενώ κατά το άλλο 50% χορηγείται στους υπαλλήλους αυτούς για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών, στις οποίες οι εν λόγω υπάλληλοι υποβάλλονται εξ αιτίας της υπηρεσίας τους και δεν υπόκειται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του τότε ισχύοντος άρθρου 40 παρ. 1 και 3 περ. α΄ του ν.δ/τος 3323/1955 (Α΄ 214). Ακολούθως, ο ν. 2459/1997, «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 17), κατάργησε με το άρθρο 1 περ. 15 αυτού το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του ν. 2238/1994 και με την περ. 17 του ίδιου άρθρου η περίπτωση η΄ του άρθρου 51 παρ. 9 του ν. 1882/1990, με την οποία είχε κυρωθεί η μνημονευθείσα υπ’ αρ. πρωτ. 1104641/2046/Α0012/2.10.1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος με το άρθρο 10 παρ. 10 πρόσθεσε στο άρθρο 14 του ν. 2238/1994 παράγραφο 6, στην οποία ορίζονται τα εξής: «Από την αποζημίωση που καταβάλλεται στους δικαιούχους από τους λογαριασμούς των Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.), Δικαιώματα Εκτελέσεως Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.) και Δικαιώματα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων, (Δ.Ι.Β.Ε.Ε.Τ.)… ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του φόρου που προκύπτει παρακρατείται κατά την καταβολή των αποζημιώσεων αυτών από τον υπόχρεο για την καταβολή τους. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών».
6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος, κάθε παροχή που καταβάλλεται στο μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κλπ.) που, κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός (Σ.τ.Ε. 3150/1999- 7λής κλπ.). Και ναι μεν, από 1.1.1997 με το άρθρο 1 περ. 15 και 17 του ν. 2459/1997 καταργήθηκαν το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του ν. 2238/1994 και η ειδικότερη ρύθμιση της περίπτωσης η΄ του άρθρου 51 παρ. 9 του ν. 1882/1990, η κατάργηση όμως αυτή δεν συνεπάγεται από μόνη της τη φορολόγηση όλων αδιακρίτως των παροχών που καταβάλλονται στους μισθωτούς, δηλαδή και εκείνων που κατά το νόμο ή από τη φύση τους δεν αποτελούν εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αλλά δίνονται για να καλύψουν δαπάνες για την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί ή για την καλύτερη διεξαγωγή της. Εξάλλου, ούτε η απαρίθμηση των περιπτώσεων παροχών, που αναφέρονται στα εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η απαρίθμηση αυτή των μη θεωρουμένων ως εισόδημα παροχών δεν αποκλείει το νομοθέτη την κρίση της φορολογικής αρχής και των διοικητικών δικαστηρίων ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, δηλαδή φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3150/1999- 7λής κλπ.).
7. Επειδή, εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 παρ. 7 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 40), εκδόθηκαν διαδοχικές αποφάσεις του Υφυπουργού Οικονομικών, με τις οποίες καθορίζονταν οι δικαιούχοι και το ύψος της παρεχόμενης προς τους δικαιούμενους τελωνειακούς υπαλλήλους αποζημίωσης από τον ενιαίο λογαριασμό «Δικαιώματα Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών». Ειδικότερα, ενώ αρχικά, με την υπ’ αριθ. 2065972/9753/0022/17.9.1997 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών καθορίσθηκε η καταβλητέα αποζημίωση για την προσφερόμενη εργασία πέραν του καθορισμένου ωραρίου, καθώς και για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι τελωνειακοί υπάλληλοι εξαιτίας της υπηρεσίας που τους ανατίθεται, στο προοίμιο των μεταγενέστερων, ομοίου περιεχομένου, αποφάσεων υπ’ αριθ. Τ1913/498/8.4.1999 και Τ2780/877/24.5.2000 του Υφυπουργού Οικονομικών και, κυρίως, Τ4061/1563/1.10.2001– που αναφέρεται στον κρίσιμο χρόνο–, του Υπουργού Οικονομικών για τα έτη 1999, 2000 και 2001, αντιστοίχως, γίνεται μεν, μεταξύ άλλων, αναφορά στη φύση της τελωνειακής υπηρεσίας που απαιτεί εργασία σε δυσμενείς, ανθυγιεινές συνθήκες και χώρους προβληματικούς – αποθήκες, ψυγεία, ύπαιθρο, δεξαμενή καυσίμων κ.λπ. – (σημείο 5α) και στην αναγκαιότητα εργασίας σε επικίνδυνες συνθήκες που συνεπάγεται η απασχόληση στη δίωξη λαθρεμπορίου, στην πάταξη της δασμοφοροδιαφυγής και κάθε εκδήλωσης παραοικονομίας (σημείο 6), όχι, όμως, και στο ό,τι η εν λόγω αποζημίωση καταβάλλεται στους υπαλλήλους αυτούς για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί.
8. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η ως άνω αποζημίωση ούτε κατά νόμο ούτε από την φύση της καταβάλλεται στους τελωνειακούς υπαλλήλους για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί. Συνεπώς, θεμιτώς, στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, ο νομοθέτης, με το άρθρο 10 παρ. 10 του ίδιου ν. 2459/1997, την υπήγαγε σε φορολόγηση και κατά το τμήμα της εκείνο (50%), το οποίο, υπό το καταργηθέν καθεστώς ήταν αφορολόγητο, υποβάλλοντάς την, πάντως, εν όψει, προφανώς των δυσμενών και επικίνδυνων συνθηκών απασχόλησης, σε ευνοϊκότερη του συνήθους μεταχείριση (αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%).
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο Ευάγγελος Παπαθεοδοσίου, τελωνειακός υπάλληλος, υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Γαλατσίου, δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, στην οποία συμπεριέλαβε στο καθαρό φορολογητέο εισόδημα του από μισθωτές υπηρεσίες ποσό 6.132.623 δραχμών, καθώς και το ποσό των 1.545.503 δραχμών από το λογαριασμό των Δ.Ε.Τ.Ε. ως αυτοτελώς φορολογηθέν. Για το δεύτερο από τα ποσά αυτά ο ανωτέρω υπάλληλος φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% και παρακρατήθηκε ως φόρος το ποσό των 231.825 δραχμών ή 680,34 ευρώ. Προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζήτησε την μεταρρύθμιση του οικείου εκκαθαριστικού του σημειώματος, τη νέα εκκαθάριση του αναλογούντος φόρου και την επιστροφή του ποσού των 680,34 ευρώ κατ’ επίκληση της ΠΥΣ 29/1985 και του Συντάγματος, όχι, όμως, και συγκεκριμένων δαπανών αποδεικνυομένων με στοιχεία του ΚΒΣ, απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι το ήμισυ του ποσού που είχε λάβει ο ως άνω προσφεύγων από το λογαριασμό Δ.Ε.Τ.Ε., συνολικού ύψους 1.545.503 δραχμών, νομίμως υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, ανεξαρτήτως των επί μέρους αιτιολογιών της, είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, νόμιμη, τα δε προβαλλόμενα με την υπό κρίση αναίρεση ότι το τμήμα του 50% της επίδικης αποζημίωσης δεν έχει μεταβάλει, από το νόμο ή τη φύση του, το χαρακτήρα του ως αντισταθμίσματος δαπανών και, συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997, με την οποία επιχειρείται η φορολόγηση του ποσοστού αυτού της αποζημίωσης που δεν συνιστά εισόδημα, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2012.