Αριθμός 912/2008 ,Ολομ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : 1. Μη γνώση της προσβαλλόμενης διότιν από μόνη την τοποθέτηση στο οικόπεδο πινακίδας με τα στοιχεία της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας και την έναρξη εργασιών εκσκαφών, γεγονότα τα οποία, άλλωστε, δεν αποδεικνύονται εν προκειμένω, δεν προκύπτει πλήρης γνώση της χρήσεως της ανεγειρομένης οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, ήτοι του είδους του κτίσματος, στην ανέγερση του οποίου αντιτίθενται οι αντίδικοι.
2. Το ρυμοτομικό σχέδίο εντάσσεται στο δεύτερο επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων που έχει χαράξει το Γ.Π.Σ (ΣτΕ 2283/2000 Ολομ.) .
3.Επειδή, ρυθμίσεις, όπως οι προεκτεθείσες του Γ.Π.Σ. Σταμάτας, δεν έχουν πολεοδομικό περιεχόμενο καθορισμού χρήσεων γής, δηλαδή καθορισμού χώρων για την ανέγερση κτιρίων εκπαιδεύσεως, αλλά, στα πλαίσια της γενικής προτάσεως πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, αναφέρονται στον ελάχιστο αναγκαίο κοινωνικό εξοπλισμό σε κτίρια εκπαιδεύσεως. Συνεπώς, δεν αποκλείουν σε περιοχές, όπου η χρήση εκπαιδεύσεως είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή (όπως σε περιοχή αμιγούς κατοικίας ή περιοχή γενικής κατοικίας), την ανέγερση μεγαλυτέρου του προτεινομένου αριθμού εκπαιδευτηρίων, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα ως δημοσίων ή ιδιωτικών των εκπαιδευτηρίων. Περαιτέρω, όμως, για την ανέγερση οικοδομών ή την μετατροπή υφισταμένων κτισμάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ως κτίρια εκπαιδεύσεως σε περιοχή Γ.Π.Σ. με το προεκτεθέν περιεχόμενο απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 6, να έχει προηγηθεί ειδικός αφορισμός του χώρου για την εν λόγω χρήση είτε με την επακολουθούσα του Γ.Π.Σ. πολεοδομική μελέτη, είτε, σε περιοχή που έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, κατ’ εφαρμογή του ν.δ/τος της 17.7.1923, αλλά περιλαμβάνεται σε Γ.Π.Σ. που έχει μεταγενεστέρως εγκριθεί, κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983, με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προγενεστέρου αυτού νομοθετήματος.
4.προς πραγμάτωση της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρεώσεως του Κράτους για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως και τη διαφύλαξη της ποιότητας ζωής στους οικισμούς, επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμός της θέσεως των σχολικών κτιρίων, η οποία πρέπει, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας της παιδείας και της νεότητας (άρθρα 16 παρ. 2, 3, 4, άρθρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος), να γίνεται επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και κατά την πολεοδομική διαδικασία (ΣτΕ 813-4/2004 Ολομ.). Ο κατά τα ανωτέρω καθορισμός της κατάλληλης θέσεως των σχολικών κτιρίων από τις πολεοδομικές αρχές δεν θίγει, προκειμένου περί ιδιωτικών σχολείων, τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), αλλά αποτελεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την προσήκουσα άσκηση του εν λόγω δικαιώματος κατά τρόπο συμβατό προς το δημόσιο συμφέρον
—————–
Αριθμός 912/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλιας, Αικ. Συγγούνα, Νικ. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Χρ. Ράμμος, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Βιολάρης, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ελ. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Ε. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη.
Για να δικάσει την από 8 Μαΐου 2006 έφεση:
των: 1) Γεωργίου Αποστολάκη, κατοίκου Ν. Πεντέλης Αττικής (Ελευθερίας 10), 2) Ηλία Συμιδαλά, κατοίκου Ανοίξεως Αττικής (Αγάπης 5) και 3) Ιωάννη Τσιμπούκη, κατοίκου Αμαρουσίου (Πατριάρχου Γρηγορίου 43), οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: 1. Αλ. Στρίμπερη (Α.Μ. 16680) και Χαρ. Χρυσανθάκη (Α.Μ. 11855), που τους διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά των: 1) Σωματείου με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΚΟΝΗΣΟΥ», που εδρεύει στην Προκόνησο Σταμάτας Αττικής (Προαστίου 21), 2) Χρήστου Ιωάννου, κατοίκου Προκονήσου Σταμάτας Αττικής (Γαλημής 10) και 3) Αντωνίου Χούρη, κατοίκου Προκονήσου Σταμάτας Αττικής (Γαλημής), οι οποίοι παρέστσαν με την δικηγόρο Αρ. Διαμαντή (Α.Μ. 13106), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,
και κατά της υπ΄ αριθμ. 3130/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω έφεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 26 Ιουνίου 2006 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των εκκαλούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεση και την πληρεξούσια των εφεσιβλήτων, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2085692 και 2893944/2006 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την έφεση αυτή, ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 3130/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατά συνεκδίκαση των από 11.4.2004 και 17.6.2004 αιτήσεων ακυρώσεως των εφεσιβλήτων, έγιναν δεκτές οι δύο αυτές αιτήσεις και ακυρώθηκαν οι δι’ αυτών, αντιστοίχως, προσβληθείσες πράξεις, ήτοι η υπ’ αριθμ. 1266/2003 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής και η υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεώς της, με τις οποίες επετράπη στους εκκαλούντες η ανέγερση νέας διώροφης οικοδομής με υπόγειο (σχολικού κτιρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) σε οικόπεδο στην οδό Μαρμαρά αριθμ.9 στην Προκόνησο Σταμάτας Αττικής.
3. Επειδή, η παρούσα υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α’ του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8), με την από 26.6.2006 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητος.
4. Επειδή, η αρχική οικοδομική άδεια, όπως αυτή είχε αναθεωρηθεί με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως, αναθεωρήθηκε και πάλι, λόγω αλλαγής αρχιτεκτονικών σχεδίων, με την νεώτερη, υπ’ αριθμ. 566/8.7.2005, πράξη αναθεωρήσεως του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου. Όμως, η τελευταία αυτή πράξη αναθεωρήσεως δεν αναφέρεται στο κεφάλαιο της αρχικής αδείας που αφορά στην χρήση της οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, η οποία είναι το κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα και, επομένως, δεν αντικατέστησε την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου αρχική οικοδομική άδεια, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως. Συνεπώς, δεν συνέτρεξε ούτε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου λόγος καταργήσεως της ανοιγείσης με τις ανωτέρω αιτήσεις ακυρώσεως δίκης. Συνεπώς, η κρινομένη έφεσις, παραδεκτώς ασκηθείσα, πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν.
5. Επειδή, οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητοι, ως ιδιοκτήτες ομόρων προς το επίδικο ακινήτων, είχαν πλήρη γνώση των προσβαλλομένων πράξεων σε χρόνο απέχοντα πολύ πέραν των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση των αιτήσεων ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, διότι, βάσει της υπ’ αριθ. 1266/2003 οικοδομικής αδείας, άρχισαν να εκτελούνται εργασίες εκσκαφών την 12.1.2004, ενώ ήδη από το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2003 είχε αναρτηθεί στο ακίνητο σχετική πινακίδα με τα στοιχεία της αδείας, έκτοτε δε παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα, εντός του οποίου οι εφεσίβλητοι, εν όψει και του ευλόγου ενδιαφέροντός τους, θα ηδύναντο να λάβουν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αδείας. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από μόνη την τοποθέτηση στο οικόπεδο πινακίδας με τα στοιχεία της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας και την έναρξη εργασιών εκσκαφών, γεγονότα τα οποία, άλλωστε, δεν αποδεικνύονται εν προκειμένω, δεν προκύπτει πλήρης γνώση της χρήσεως της ανεγειρομένης οικοδομής ως εκπαιδευτηρίου, ήτοι του είδους του κτίσματος, στην ανέγερση του οποίου αντιτίθενται και για το οποίο παραπονούνται οι εφεσίβλητοι. Κατ’ ακολουθίαν τούτων και δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από τις προαναφερθείσες ημερομηνίες έως την άσκηση της πρώτης των αιτήσεων ακυρώσεως (16.4.2004), που στρέφεται κατά της αρχικής αδείας, δεν είναι αρκετό, ώστε, εν όψει και του ευλόγου ενδιαφέροντος των αιτούντων, να επιδιώξουν και λάβουν πλήρη γνώση της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας, να μπορεί να θεμελιώσει τεκμήριο πλήρους γνώσεως από τους εφεσιβλήτους του πληττομένου με την υπό κρίση αίτηση περιεχομένου της προσβαλλομένης αδείας σε χρόνο απέχοντα πέραν των εξήντα (60) ημερών από την άσκηση της αιτήσεως. Εξ άλλου, όσον αφορά στο εμπρόθεσμο της δεύτερης των αιτήσεων ακυρώσεως, που εστρέφετο κατά της υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξεως αναθεωρήσεως της αρχικής αδείας, ως προς την αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του κτιρίου, ούτε προβάλλονται από τους εκκαλούντες ειδικότεροι ισχυρισμοί, ούτε αποδεικνύεται από στοιχεία του φακέλλου ο χρόνος, κατά τον οποίο οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση αυτής. Ως εκ τούτου και λαμβανομένων υπ’ όψη του ευλόγου ενδιαφέροντος των και του διαδραμόντος χρόνου από της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αρχικής αδείας (16.4.2004) δεν δύναται να συναχθεί πλήρης γνώση της προσβληθείσης πράξεως αναθεωρήσεως σε χρόνο που να καθιστά εκπρόθεσμη την κατ΄ αυτής αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, νομίμως το Διοικητικό Εφετείο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε εμπρόθεσμες τις ενώπιόν του ασκηθείσεις αιτήσεις ακυρώσεως και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
6. Επειδή, ο ν. 1337/1983 για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, την οικιστική ανάπτυξη κλπ. (ΦΕΚ Α΄33) θεσπίζει σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού που περιλαμβάνει δυο διαδοχικές φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού προβλέπεται η σύνταξη γενικού πολεοδομικού σχεδίου (Γ.Π.Σ.), που αποτελεί το πρώτο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την γενική εκτίμηση των αναγκών των πολεοδομικών ενοτήτων σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις, καθώς και τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, η οποία αναφέρεται και στις χρήσεις γης, καθώς και στις τυχόν απαγορεύσεις χρήσεως. Δεν αποκλείεται, όμως, να καθορίζονται με το Γ.Π.Σ. και συγκεκριμένες χρήσεις γής σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι ρυθμίσεις αυτές που περιέχονται στο Γ.Π.Σ., τόσο εκείνες που συνιστούν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, όσο και οι ειδικότερες, οι οποίες έχουν τυχόν περιληφθεί στο σχέδιο αυτό, είναι δεσμευτικές όσον αφορά στο περιεχόμενο της προβλεπομένης από το άρθρο 6 του ιδίου ν. 1337/1983 πολεοδομικής μελέτης, η οποία συνιστά το δεύτερο στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, κατά το οποίο συγκεκριμενοποιούνται οι πολεοδομικές ρυθμίσεις και καθορίζονται, ειδικότερα, οι οικοδομήσιμοι και οι κοινόχρηστοι χώροι του σχεδίου, καθώς και οι χώροι κοινωφελών χρήσεων, στους οποίους και μόνον επιτρέπεται, περαιτέρω, η ανέγερση κοινωφελών εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων και τα κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Εξ άλλου, οι απορρέουσες από το Γ.Π.Σ. δεσμεύσεις ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και προκειμένου να τροποποιηθεί ρυμοτομικό σχέδιο με βάση τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 (ΦΕΚ Α΄228) σε περιοχή, η οποία έχει πολεοδομηθεί, κατ’ εφαρμογή του προγενεστέρου αυτού νομοθετήματος, περιλαμβάνεται, όμως, σε μεταγενέστερο Γ.Π.Σ., που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1337/1983, αφού η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εντάσσεται στο δεύτερο επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων που έχει χαράξει το Γ.Π.Σ (ΣτΕ 2283/2000 Ολομ.) .
7. Επειδή, εξ άλλου, με το από 23.2.1987 π.δ/μα περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης (ΦΕΚ Δ΄ 166) θεσπίζεται σύστημα κατηγοριών χρήσεων γης εντός των περιοχών των γενικών πολεοδομικών σχεδίων, το οποίο οφείλει να ακολουθεί η καταρτίζουσα τα σχέδια πόλεως Διοίκηση. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του διατάγματος αυτού καθορίζονται οι κατηγορίες χρήσεων γης, αφ’ ενός, σύμφωνα με την γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α: αμιγής κατοικία, γενική κατοικία, πολεοδομικά κέντρα κλπ.), αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Β: κατοικία, ξενώνες, εμπορικά καταστήματα, γραφεία, τράπεζες, κτίρια εκπαιδεύσεως κλπ.), στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι «Στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται μόνον: 1. Κατοικία 2. Ξενώνες μικρού δυναμικού 3. Εμπορικά καταστήματα που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής (παντοπωλείο, φαρμακείο, χαρτοπωλείο) 4. Κτίρια κοινωνικής πρόνοιας 5. Κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 6. Αθλητικές εγκαταστάσεις 7. Θρησκευτικοί χώροι 8. Πολιτιστικά κτίρια (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις)».
8. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 88456/6299/ 10.10.1994 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ‘Εργων (ΦΕΚ Δ΄1167) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Κοινότητας Σταμάτας (Ν. Αττικής). To εν λόγω Γ.Π.Σ. περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό των χρήσεων γής κατά τα εμφαινόμενα στον χάρτη Π.1 που το συνοδεύει και ειδικότερα: τον καθορισμό χρήσεως πολεοδομικού κέντρου, τον καθορισμό χρήσεως γενικής κατοικίας στα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο επί της Λεωφόρου Δροσιάς-Σταμάτας, τον καθορισμό χρήσεως αμιγούς κατοικίας στις υπόλοιπες περιοχές. Επιπλέον περιλαμβάνει και ορισμένες ειδικότερες ρυθμίσεις για τις δημιουργούμενες τρείς πολεοδομικές ενότητες, μεταξύ των οποίων, καθορισμό χώρου Γυμνασίου-Λυκείου στην πολεοδομική ενότητα 1, ενός (1) νηπιαγωγείου ανά πολεοδομική ενότητα, καθώς και δυο (2) δημοτικών σχολείων και δύο (2) βρεφονηπιακών σταθμών στις περιοχές των επεκτάσεων των Π.Ε. 1 και Π.Ε. 3.
9. Επειδή, ρυθμίσεις, όπως οι προεκτεθείσες του Γ.Π.Σ. Σταμάτας, δεν έχουν πολεοδομικό περιεχόμενο καθορισμού χρήσεων γής, δηλαδή καθορισμού χώρων για την ανέγερση κτιρίων εκπαιδεύσεως, αλλά, στα πλαίσια της γενικής προτάσεως πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, αναφέρονται στον ελάχιστο αναγκαίο κοινωνικό εξοπλισμό σε κτίρια εκπαιδεύσεως. Συνεπώς, δεν αποκλείουν σε περιοχές, όπου η χρήση εκπαιδεύσεως είναι, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή (όπως σε περιοχή αμιγούς κατοικίας ή περιοχή γενικής κατοικίας), την ανέγερση μεγαλυτέρου του προτεινομένου αριθμού εκπαιδευτηρίων. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα ως δημοσίων ή ιδιωτικών των εκπαιδευτηρίων που πρόκειται να ανεγερθούν, λόγω της ταυτότητας του σκοπού που εξυπηρετούν τα κτίρια εκπαιδεύσεως εν γένει, αφ’ ετέρου δε, της ομοιότητας των πολεοδομικών κριτηρίων που αυτά πρέπει να πληρούν. Περαιτέρω, όμως, για την ανέγερση οικοδομών ή την μετατροπή υφισταμένων κτισμάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ως κτίρια εκπαιδεύσεως σε περιοχή Γ.Π.Σ. με το προεκτεθέν περιεχόμενο απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 6, να έχει προηγηθεί ειδικός αφορισμός του χώρου για την εν λόγω χρήση είτε με την επακολουθούσα του Γ.Π.Σ. πολεοδομική μελέτη, είτε, σε περιοχή που έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, κατ’ εφαρμογή του ν.δ/τος της 17.7.1923, αλλά περιλαμβάνεται σε Γ.Π.Σ. που έχει μεταγενεστέρως εγκριθεί, κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983, με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προγενεστέρου αυτού νομοθετήματος. Οι Σύμβουλοι, όμως, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν.Ρόζος, Ελ. Δανδουλάκη, Στ.Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Ιω. Ζόμπολας, Σπ. Παραμυθιώτης και Φ. Ντζίμας, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Π. Τσούκας υπεστήριξαν ότι με τις προπαρατεθείσες ρυθμίσεις του Γ.Π.Σ. Σταμάτας η δυνατότητα ανεγέρσεως και λειτουργίας κτιρίων πρωτοβάθμιας (πλήν νηπιαγωγείων) και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στην περιοχή του Γ.Π.Σ. Σταμάτας περιορίσθηκε στις Π.Ε.1 και Π.Ε.3 και αφαιρέθηκε η αντίστοιχη χρήση από την Π.Ε.2, τούτο δε ισχύει ανεξαρτήτως του φορέα εκπαιδεύσεως. Οι ρυθμίσεις πάντως αυτές, ως αναφερόμενες στον αναγκαίο ελάχιστο κοινωνικό εξοπλισμό για την λειτουργία του, κατά πολεοδομικές ενότητες, οργανωμένου οικιστικού συνόλου, δεν εμποδίζουν, κατ’ αρχήν, την δημιουργία περισσοτέρων χώρων για την εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών αναγκών του οικισμού εντός της πολεοδομικής ενότητας όπου προβλέπεται η λειτουργία τους, εφ’ όσον διαπιστώνεται μεταβολή των οικιστικών και πληθυσμιακών δεδομένων κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έγκριση του Γ.Π.Σ. υπό την αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση ότι δεν αναιρείται, με τον τρόπο αυτό, η προβλεπομένη από το Γ.Π.Σ. γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως, οπότε και πρέπει τούτο να τροποποιηθεί. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, η λειτουργία των οποίων δεν προβλέπεται ως μέρος του αναγκαίου κοινωνικού εξοπλισμού για την εξυπηρέτηση των αναγκών του οικιστικού συνόλου, αλλά σκοπεί στην παροχή υπηρεσιών εκπαιδεύσεως, ανεξαρτήτως εγγύτητας του τόπου κατοικίας των μαθητών. Τέλος, η Σύμβουλος Μ. Καραμανώφ διετύπωσε την εξής ειδικότερη γνώμη: κατά το άρθρο 2 του ν. 1337/1983, αντικείμενο του πολεοδομικού σχεδιασμού στο πρώτο επίπεδο αυτού (ΓΠΣ) είναι, μεταξύ άλλων, η γενική εκτίμηση, δηλαδή η συνολική και σε μακρά κλίμακα χρόνου πρόβλεψη των πάσης φύσεως κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων του οικισμού, εν συνδυασμώ καθοριζομένων, η οποία αποτελεί, εν τούτω, άσκηση δεσμευτικής πολεοδομικής αρμοδιότητος, όχι δε απλή υπόδειξη, εν όλω ή εν μέρει, προς τα όργανα του δευτέρου επιπέδου σχεδιασμού (πολεοδομική μελέτη). Η φύση, έκταση, αριθμός και κατανομή των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων ανά πολεοδομική ενότητα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον και στους όρους διαβιώσεως των κατοίκων (κυκλοφοριακές, περιβαλλοντικές, συγκεντρώσεως πληθυσμού κλπ.), οι οποίες τελούν σε στενή αλληλεπίδραση, κατά τρόπον ώστε τυχόν αύξηση των χώρων αυτών, οσονδήποτε επωφελής για το κοινωνικό σύνολο, γενομένη μεμονωμένως και αποσπασματικώς, δηλαδή κατά το στάδιο εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης, ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα του σχεδιασμού. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των αναγκών σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους από το Γ.Π.Σ. δεν μπορεί να γίνεται αφηρημένως, με μοναδικό περιορισμό τα ελάχιστα όρια αυτών, αλλά πρέπει να είναι ακριβής και γνωστή εκ των προτέρων, τυχόν δε μεταβολή των στοιχείων, επί των οποίων στηρίζεται (πληθυσμιακών, οικιστικών κ.λπ.), θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχη τροποποίηση του Γ.Π.Σ. Με τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον εν προκειμένω το Γ.Π.Σ. Σταμάτας ορίζει ρητώς ότι στην συγκεκριμένη Π.Ε. 2 προβλέπεται μόνον χώρος νηπιαγωγείου, δεν είναι επιτρεπτός ο αφορισμός χώρου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για δημόσιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτήριο.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 1266/2003 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής επετράπη στους εκκαλούντες η ανέγερση σχολικού κτιρίου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως σε οικόπεδο που ευρίσκεται εντός του εγκεκριμένου δια του β.δ/τος της 9/14.11.1955 (ΦΕΚ Α΄316) ρυμοτομικού σχεδίου του οικοδομικού συνεταιρισμού «Προκόννησος» στην Σταμάτα Αττικής (οδός Μαρμαρά 9) και στην πολεοδομική ενότητα Π.Ε.2 του Γ.Π.Σ. της Κοινότητας Σταμάτας. Ακολούθως δε, με την υπ’ αριθμ. 418/2004 πράξη αναθεωρήσεως, αναθεωρήθηκε η άδεια αυτή, ως προς την αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του κτιρίου. Με την εκκαλουμένη απόφαση ακυρώθηκαν οι ως άνω πράξεις, κατ’ αποδοχή δυο αιτήσεων ακυρώσεως των ήδη εφεσιβλήτων, με την αιτιολογία ότι στην πολεοδομική ενότητα Π.Ε. 2 προβλέπεται μεν από το Γ.Π.Σ. χρήση αμιγούς κατοικίας, αλλά έχει αφαιρεθεί ειδικώς η χρήση εκπαιδεύσεως (πλήν νηπιαγωγείου). Εν όψει όσων έγιναν δεκτά στην προηγουμένη σκέψη, η έκδοση της επίμαχης οικοδομικής αδείας ήταν όντως μη νόμιμη, δεδομένου ότι το οικόπεδο που αφορά η άδεια αυτή δεν είχε χαρακτηρισθεί είτε δια του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου, είτε δια μεταγενεστέρας τροποποιήσεως αυτού ως χώρος προς ανέγερση εκπαιδευτηρίου. Νομίμως, συνεπώς, ανεξαρτήτως της ορθότητος της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, ακυρώθηκε με αυτήν η προσβληθείσα οικοδομική άδεια, οι δε προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως, που αμφισβητούν την νομιμότητα της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως περί αποκλεισμού της δυνατότητας ανεγέρσεως κτιρίων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στην Π.Ε.2, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι η ως άνω κρίση ότι η οικοδομική άδεια δεν ήταν νόμιμη στηρίζεται αυτοτελώς στην έλλειψη προηγουμένου αφορισμού του επιμάχου οικοπέδου ως χώρου εκπαιδεύσεως.
11. Επειδή, προς πραγμάτωση της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρεώσεως του Κράτους για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως και τη διαφύλαξη της ποιότητας ζωής στους οικισμούς, επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο του ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμός της θέσεως των σχολικών κτιρίων, η οποία πρέπει, εν όψει και της συνταγματικής προστασίας της παιδείας και της νεότητας (άρθρα 16 παρ. 2, 3, 4, άρθρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος), να γίνεται επί τη βάσει πολεοδομικών κριτηρίων και κατά την πολεοδομική διαδικασία (ΣτΕ 813-4/2004 Ολομ.). Ο κατά τα ανωτέρω καθορισμός της κατάλληλης θέσεως των σχολικών κτιρίων από τις πολεοδομικές αρχές δεν θίγει, προκειμένου περί ιδιωτικών σχολείων, τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), αλλά αποτελεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την προσήκουσα άσκηση του εν λόγω δικαιώματος κατά τρόπο συμβατό προς το δημόσιο συμφέρον. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση.
12. Επειδή, μετά ταύτα, η κρινομένη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση έφεση
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους εκκαλούντες τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, που ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 17η Σεπτεμβρίου και την 22α Οκτωβρίου 2007.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Γ. Παναγιωτόπουλος Α. Τριάδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2008.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Γ. Παναγιωτόπουλος Β. Μανωλόπουλος